18
να πληρώσει τους λογαριασμούς. Όλα αυτά τα δεχόταν ευ­
χαρίστως, επειδή πολλοί από τους φίλους του βρίσκονταν
στην ίδια δεινή θέση και μπορούσε να αστειεύεται, ακόμα
και να κομπάζει. Αυτό που δεν μπορούσε να αντέξει ήταν
να γελοιοποιείται η εξυπνάδα του. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ
να περηφανεύεται γι’ αυτήν, που δεν παραδεχόταν ότι η
επιτυχία του ήταν απλώς τύχη και οφειλόταν περισσότερο
στην τοποθεσία της γης του παρά στις δικές του προσωπικές
ικανότητες. Έτσι, εξακολουθούσε να σκέφτεται τα τεράστια
έργα που θα έκανε όταν τα πράγματα θα καλυτέρευαν λίγο.
Όσο για δουλειά, δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση να
ψάξει και, παρά τα όσα είχε πει στη Μίλντρεντ, δεν είχε
κάνει την παραμικρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυν­
ση. Έτσι, με τη διαρκή επιδείνωση της κατάστασης, είχε
καταλήξει στην παρούσα φάση με την κυρία Μπίντερχοφ –
μια κυρία ακαθόριστης ηλικίας, με ένα μικρό εισόδημα από
τα χαμόσπιτα που νοίκιαζε σε Μεξικάνους. Έτσι βρισκόταν
σε σχετική ευημερία όταν άλλοι ήταν σε ένδεια και είχε χρόνο
στη διάθεσή της. Άκουγε τα παραμύθια του μεγαλείου του,
περασμένου και μελλοντικού, τον τάιζε, έπαιζε χαρτιά μαζί
του και χαμογελούσε ντροπαλά όταν της ξεκούμπωνε το
φόρεμα. Κι εκείνος ζούσε σ’ έναν κόσμο ονείρων, ξάπλωνε
στο ποτάμι και κοίταζε τα σύννεφα να περνούν.
Κοίταζε συνέχεια προς την πόρτα, λες και περίμενε να
εμφανιστεί η Μίλντρεντ, αλλά η πόρτα παρέμενε κλειστή.
Όταν ήρθε σπίτι από το σχολείο η μικρή Ρέι, και έτρεξε για
το κέικ της, εκείνος πήγε και την κλείδωσε. Στη στιγμή, εκεί­
1...,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13 15,16,17,18,19,20,21,22,23,...24