26
Όταν η Μίλντρεντ είπε στον Μπερτ ότι θα το αναλάμβα
νε εκείνη, είχε στο μυαλό της την εικόνα ενός ασαφούς επει
σοδίου που θα κατέληγε στη φράση «η μητέρα θα σου πει
κάποτε περισσότερα». Αλλά είχε ξεχάσει το πάθος της Βίντα
για τα ρούχα του πατέρα της, την περηφάνια της για το
σμόκιν του, τις γκέτες ιππασίας, τις γυαλισμένες του μπότες
και τα παπούτσια, που επιθεωρούσε κάθε μέρα, μια ιεροτε
λεστία την οποία καμιά επίσκεψη, ούτε καν στου παππού
της, δεν μπορούσε να διακόψει. Είχε επίσης ξεχάσει ότι ήταν
αδύνατο να κοροϊδέψει τη Βίντα. Άρχισε να εξετάζει κάποια
φανταστική ατέλεια στην τούρτα. «Έφυγε».
«Για πού;»
«Δεν ξέρω».
«Θα γυρίσει;»
«Όχι».
Ένιωσε χάλια, ευχόταν να την πλησίαζε η Βίντα έτσι που
να την έπαιρνε στην αγκαλιά της και να της μιλούσε για όσα
είχαν γίνει μ’ έναν τρόπο που να μη φαίνεται ντροπιασμένη.
Η Μίλντρεντ τρελαινόταν γι’ αυτήν, για την ομορφιά της, το
πολλά υποσχόμενο ταλέντο της και τον σνομπισμό της, που
υπαινίσσονταν ανώτερα πράγματα από τη δική της στερεό
τυπη φύση. Αλλά η Βίντα τρελαινόταν για τον πατέρα της,
για τους μεγαλοπρεπείς και λεπτούς του τρόπους, και αν
εκείνος απεχθανόταν την επικερδή εργασία, ήταν περήφανη
γι’ αυτό. Στους ατέλειωτους καβγάδες που είχαν σημειωθεί
τους τελευταίους λίγους μήνες, ήταν κατά καιρούς με το
μέρος του και συχνά κεραυνοβολούσε τη μητέρα της με αλα