21
τους, ωστόσο παρά το συμβατικό σχέδιο είχε τέτοιο άρωμα,
τέτοια υφή, τέτοια αρτιότητα που προϋπέθετε υψηλή τεχνι­
κή. Η όψη της εγγυόταν ότι ακόμα και το απειροελάχιστο
κομματάκι της θα περνούσε το τεστ και του πιο απαιτητικού
ζαχαροπλάστη: θα έλιωνε στο στόμα.
Η κυρία Γκέσλερ μουρμούρισε με δέος: «Δεν μπορώ να
καταλάβω πώς το κάνεις, Μίλντρεντ. Είναι όμορφη, πα­
νέμορφη».
«Άμα έχεις ανάγκη, το κάνεις».
«Μα, είναι
τόσο όμορφη!
»
Αφού έριξε μια τελευταία ματιά, η κυρία Γκέσλερ μίλησε
για τον λόγο που είχε έρθει. Στο χέρι της κρατούσε ένα μικρό
πιάτο σκεπασμένο μ’ ένα άλλο, που τώρα το ξεσκέπασε.
«Σκέφτηκα μήπως το ήθελες. Έκανα φρικασέ για βραδινό,
αλλά του Άικ τού τηλεφώνησαν από το Λονγκ Μπιτς, και
επειδή θα πάω μαζί του, φοβήθηκα ότι θα χαλάσει».
Η Μίλντρεντ πήρε ένα πιάτο, τοποθέτησε μέσα το κο­
τόπουλο και το έβαλε στο ψυγείο. Μετά έπλυνε τα πιάτα της
κυρίας Γκέσλερ, τα στέγνωσε και της τα επέστρεψε. «Θα το
φάμε όλο, Λούσι. Ευχαριστώ».
«Λοιπόν, πρέπει να πηγαίνω».
«Να περάσεις καλά».
«Χαιρετίσματα στον Μπερτ».
«…Θα του τα δώσω».
Η κυρία Γκέσλερ σταμάτησε. «Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα».
«Έλα, τώρα, μωρό μου. Κάτι δεν πάει καλά. Τι είναι;»
1...,7,8,9,10,11,12,13,14,15,16 18,19,20,21,22,23,24