22
«Ο Μπερτ έφυγε».
«Δηλαδή – για πάντα;»
«Μόλις τώρα. Έφυγε».
«Σε άφησε, έτσι απλά;»
«Ίσως κάποιος έβαλε το χεράκι του. Αλλά θα γινόταν».
«Για φαντάσου. Και σ’ άφησε για κείνη την απεριποίητη
και κακοντυμένη γυναίκα. Πώς μπορεί και τη βλέπει;»
«Είναι αυτό που θέλει».
«Ούτε
καν
πλένεται!»
«Και τι ωφελεί να το συζητάμε; Αν της αρέσει, τότε
εντάξει, τον πήρε. Ο Μπερτ είναι εντάξει. Και το λάθος δεν
ήταν δικό του. Ήταν… όλα μαζί. Κι εγώ τον βασάνιζα. Του
γκρίνιαζα, είπε, και μάλλον είχε δίκιο. Αλλά δεν μπορώ να
τα σηκώνω όλα στην πλάτη μου, δεν με νοιάζει αν περνάμε
οικονομική κρίση. Αν μπορεί εκείνη, τότε πρέπει να τα πη­
γαίνουν μια χαρά, γιατί έτσι είναι φτιαγμένος αυτός. Αλλά
εγώ έχω τις δικές μου ιδέες και δεν μπορώ να τις αλλάξω,
ούτε καν γι’ αυτόν».
«Τι θα κάνεις;»
«Ό,τι κάνω και τώρα».
Μια σιωπηλή θλίψη τις κύκλωσε. Μετά η κυρία Γκέσλερ
κούνησε το κεφάλι της. «Λοιπόν, μπήκες στον μεγαλύτερο
στρατό του κόσμου. Είσαι ο μεγάλος αμερικανικός θεσμός
που δεν μνημονεύεται ποτέ την 4η Ιουλίου – μία χωρισμένη
που έχει δύο μικρά παιδιά να αναθρέψει. Τους παλιοβρο­
μιάρηδες».
«Α, ο Μπερτ είναι μια χαρά».
1...,8,9,10,11,12,13,14,15,16,17 19,20,21,22,23,24