14
λέγοντας διάφορες δικαιολογίες, επαναλαμβάνοντας ότι
δεν
υπήρχαν δουλειές και επιμένοντας πικρόχολα πως, αν η κυ­
ρία Μπίντερχοφ είχε μπει στη ζωή του – ε, κάθε άντρας δι­
καιούται λίγη ηρεμία αντί για συνεχή γκρίνια για πράγματα
που δεν μπορεί να ελέγξει. Μιλούσαν γρήγορα, λες και όσα
έλεγαν ζεμάτιζαν το στόμα τους και έπρεπε να κρυώσουν με
σάλιο. Πράγματι, η όλη σκηνή είχε μια παλιά –σχεδόν κλα­
σική– ασχήμια, γιατί επανέφεραν τις ίδιες αλληλοκατηγο­ρίες
που αντάλλασσαν από την αρχή του γάμου τους, και δεν
πρόσθεταν τίποτα καινούργιο και τίποτα όμορφο. Προς το
παρόν σταμάτησαν κι εκείνος πήγε να φύγει από την κουζί­
να, αλλά αυτή τον σταμάτησε. «Πού πας;»
«Πρέπει να σου πω;»
«Πας στη Μάγκι Μπίντερχοφ;»
«Ας πούμε ναι».
«Τότε καλύτερα να μαζέψεις τώρα τα πράγματά σου και
να φύγεις μια και καλή, γιατί αν βγεις από αυτή την πόρτα
δεν πρόκειται να σε αφήσω να ξαναμπείς. Αν πιάσω τούτον
δω τον μπαλτά, δεν θα γυρίσεις σ’ αυτό το σπίτι».
Πήρε έναν μπαλτά από κάποιο συρτάρι, τον σήκωσε ψη­
λά και τον ξανάβαλε στη θέση του, ενώ εκείνος κοιτούσε
περιφρονητικά. «Συνέχισε, Μίλντρεντ, συνέχισε. Αν δεν προ­
σέξεις, θα σ’ αφήσω. Δεν θέλω και πολύ για να σηκωθώ να
φύγω αυτήν τη στιγμή».
«Δεν θα μ’ αφήσεις εσύ. Εγώ θα σ’ αφήσω. Αν πας σ’
αυτήν το απόγευμα, θα είναι και η τελευταία φορά που
βλέπεις τούτο το σπίτι».
1,2,3,4,5,6,7,8,9 11,12,13,14,15,16,17,18,19,20,...24