11
μολύβι σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Εκείνος το κοίταξε μερικές
στιγμές, έπειτα έριξε μια ματιά στην τούρτα και είπε ότι
φαινόταν περίφημη. Αυτό ήταν ίσως λίγο, γιατί επρόκειτο
για κολοσσιαία υπόθεση, είκοσι πέντε πόντους σε διάμετρο,
τέσσερις στρώσεις και καλυμμένη με γλάσο που γυάλιζε σαν
σατέν. Αλλά μετά το σχόλιό του χασμουρήθηκε και είπε:
«Λοιπόν, δεν βλέπω να υπάρχουν και πολλά εδώ μέσα που
θα μπορούσα να κάνω. Νομίζω ότι θα πάω μια βόλτα».
«Θα γυρίσεις για βραδινό;»
«Θα προσπαθήσω, αλλά αν δεν γυρίσω μέχρι τις έξι να
μη με περιμένετε. Μπορεί να έχω μπλέξει».
«Θέλω να ξέρω».
«Σου είπα, αν δεν είμαι σπίτι μέχρι τις έξι…»
«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα για μένα. Φτιάχνω αυτήν εδώ
την τούρτα για την κυρία Γουίτλι, που θα την πληρώσει τρία
δολάρια. Αν πρόκειται να γυρίσεις, θα ξοδέψω κάποια από
τα χρήματα αυτά για αρνίσια παϊδάκια, για το βραδινό σου.
Αν δεν γυρίσεις, θα πάρω κάτι που θα αρέσει καλύτερα στα
παιδιά».
«Τότε μη με λογαριάζεις».
«Αυτό ακριβώς ήθελα να ξέρω».
Ήταν μια στενόχωρη νότα στη σκηνή που σαφώς δεν ταί­
ριαζε με τη διάθεσή του. Στάθηκε εκεί αβέβαιος, μετά έκανε
μια νύξη για κάτι ευχάριστο. «Έφτιαξα τα δέντρα. Τα έδεσα
γερά, έτσι τα κλαριά δεν θα γείρουν προς τα κάτω όταν
μεγαλώσουν τα αβοκάντο, όπως έγινε πέρυσι. Έκοψα και το
χορτάρι. Δείχνει όμορφο εκεί έξω».
1,2,3,4,5,6 8,9,10,11,12,13,14,15,16,17,...24