12
«Θα το ποτίσεις το χορτάρι;»
«Το
πότισα
».
Αυτό το είπε με κάποια ικανοποίηση, γιατί της είχε στή
σει μια μικρή παγίδα, και αυτή είχε πέσει μέσα. Η σιωπή
που ακολούθησε άφησε μια ανεπαίσθητη δυσοίωνη αίσθηση,
λες και ο ίδιος είχε πιαστεί σε παγίδα χωρίς να το ξέρει.
Αμήχανα πρόσθεσε: «Το πότισα για τα καλά».
«Δεν είναι κάπως νωρίς για πότισμα;»
«Το ίδιο κάνει, τι τώρα, τι μετά».
«Ο περισσότερος κόσμος ποτίζει το χορτάρι λίγο αργότε
ρα, όταν ο ήλιος δεν είναι τόσο ζεστός, και δεν χάνεται τόσο
καθαρό νερό που το πληρώνει κάποιος άλλος».
«Ποιος για παράδειγμα;»
«Δεν βλέπω κανέναν άλλο εδώ γύρω που να δουλεύει,
εκτός από μένα».
«Βλέπεις καμιά δουλειά που
μπορώ
να κάνω και δεν την
κάνω;»
«Ώστε τέλειωσες νωρίς».
«Έλα τώρα, Μίλντρεντ, πού το πας;»
«Σε περιμένει, οπότε άντε, πήγαινε».
«Ποιος με περιμένει;»
«Νομίζω ότι ξέρεις».
«Αν μιλάς για τη Μάγκι Μπίντερχοφ, δεν την έχω δει εδώ
και μια βδομάδα, και για μένα ποτέ δεν ήταν τίποτε άλλο
παρά κάποια που παίζω μαζί της ραμί όταν δεν έχω τίποτ’
άλλο να κάνω».
«Αυτό πρακτικά σημαίνει όλη την ώρα, αν με ρωτήσεις».