13
«Δεν σε ρώτησα».
«Τι κάνεις μαζί της; Παίζετε λίγο ραμί και μετά της ξε
κουμπώνεις εκείνο το κόκκινο φόρεμα που φοράει πάντα
χωρίς σουτιέν και τη ρίχνεις στο κρεβάτι; Ύστερα παίρνεις
έναν καλόν υπνάκο και μετά σηκώνεσαι να δεις αν υπάρχει
κανένα κομμάτι κρύο κοτόπουλο στο ψυγείο της και κατόπιν
παίζετε ακόμα λίγο ραμί, και ύστερα την ξαναρίχνεις στο
κρεβάτι; Για σκέψου, τι καλά. Δεν μπορώ να φανταστώ τί
ποτα καλύτερο απ’ αυτό».
Οι σφιγμένοι μύες του προσώπου του έδειχναν ότι ο θυμός
του μεγάλωνε, και άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Αλλά το
μετάνιωσε. Για την ώρα είπε ένα «Α, εντάξει», που προορι
ζόταν να είναι κάτι παραπάνω, ένας τρόπος παραίτησης, και
ξεκίνησε να φύγει από την κουζίνα.
«Θα ήθελες να της πας κάτι;»
«Να της πάω; Τι θες να πεις;»
«Να, περίσσεψε λίγη ζύμη και έκανα μερικά κεϊκάκια για
τα παιδιά. Χοντρή καθώς είναι, θα πρέπει να της αρέσουν
τα γλυκά – και, κοίτα, θα της τυλίξω μερικά».
«Δεν πας στο διάολο καλύτερα».
Εκείνη άφησε το σκίτσο του πουλιού και τον κοίταξε.
Άρχισε να μιλάει. Δεν είχε και πολλά να πει για την αγάπη,
την πίστη ή την ηθική. Μίλησε για λεφτά και για την αποτυ
χία του να βρει δουλειά, και όταν ανέφερε τη γυναίκα της
επιλογής του δεν την παρουσίασε σαν μια σειρήνα που είχε
κλέψει την αγάπη του, αλλά σαν την αιτία της απραξίας που
τον είχε κυριεύσει τελευταία. Εκείνος ξέσπασε πολλές φορές