15
«Θα πάω όπου διάολο θέλω».
«Τότε, μάζεψέ τα, Μπερτ».
Το πρόσωπό του έγινε άσπρο και τα βλέμματά τους συ­
ναντήθηκαν για ώρα. «Εντάξει, λοιπόν, θα τα μαζέψω».
«Καλύτερα να το κάνεις τώρα. Όσο πιο γρήγορα τόσο το
καλύτερο».
«Εντάξει… Εντάξει».
Βγήκε από την κουζίνα. Εκείνη γέμισε ένα χάρτινο κορνέ
με γλάσο, ψαλίδισε τις άκρες του και άρχισε να διακοσμεί
την τούρτα μ’ ένα πουλάκι.
Βρισκόταν κιόλας στην κρεβατοκάμαρα, πήρε κάποιες
ταξιδιωτικές τσάντες και έναν σωρό πράγματα από την
ντουλάπα, που τα στοίβαξε στη μέση του πατώματος. Έκα­
νε μεγάλη φασαρία, ίσως ελπίζοντας να τον ακούσει εκείνη
και να έρθει να τον παρακαλέσει ν’ αλλάξει γνώμη. Αν πε­
ρίμενε κάτι τέτοιο, θα απογοητεύτηκε, και δεν υπήρχε τίπο­
τε άλλο να κάνει από το να πακετάρει τα πράγματα. Το
πρώτο που πήρε ήταν τα καλά του: πουκάμισα, κολάρα,
χοντρά κουμπιά, γραβάτες και παπούτσια, καθώς και το
μαύρο κοστούμι – το έλεγε το «σμόκιν» του. Όλα αυτά τα
δίπλωσε τρυφερά σε λεπτό χαρτί και τα έχωσε στον πάτο
της μεγαλύτερης τσάντας. Όντως είχε ζήσει καλύτερες μέρες.
Στην εφηβεία του είχε υπάρξει καταπληκτικός αναβάτης,
κασκαντέρ σε κινηματογραφικές ταινίες, και κόμπαζε ακόμη
για τις γνώσεις του γύρω από τα άλογα. Κάποτε πέθανε ένας
θείος του και του άφησε ένα ράντσο στα περίχωρα του
Γκλέντεϊλ. Το Γκλέντεϊλ ήταν τώρα μια απέραντη συνοικία
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12,13,14,15,16,17,18,19,20,21,...24