25
μια απολύτως γαλλική προφορά, και προφανώς η ίδια χαι
ρόταν το κομψό αποτέλεσμα. Μιλούσε με καθαρή, εντυπωσια
κή φωνή, όπως των παιδιών που παίζουν στο θέατρο, και
πραγματικά ό,τι κι αν έλεγε ακουγόταν λες και το είχε μάθει
απέξω, και το απάγγελνε σύμφωνα με τους τύπους. Αφήνοντας
το βαλς, πήγε να δει την τούρτα. «Για ποιον είναι, μητέρα;»
«Για τον Μπομπ Γουίτλι».
«Α, για το παιδί που μοιράζει εφημερίδες».
Το πάρεργο του νεαρού Γουίτλι, που μάζευε συνδρομές
μετά το σχολείο, η Βίντα το θεωρούσε σοβαρό κοινωνικό
λάθος, και η Μίλντρεντ χαμογέλασε. «Θα είναι ένα παιδί που
μοιράζει εφημερίδες χωρίς τούρτα γενεθλίων, αν δεν βρω
κάποιον τρόπο να του την πάω. Φάε τώρα το γλυκό σου και
μετά τρέξε στου παππού σου και δες αν μπορεί να με πάει
εκεί με το αυτοκίνητό του».
«Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δικό μας αυτο
κίνητο;»
«Το πήρε ο πατέρας σου και… μπορεί ν̓ αργήσει. Άντε,
τώρα, τρέξε. Πάρε τη Ρέι μαζί σου, και σας φέρνει και τις
δυο μετά ο παππούς σας».
Η Βίντα έφυγε χωρίς να βιάζεται και η Μίλντρεντ την
άκουσε να φωνάζει τη Ρέι από τον δρόμο. Αλλά σ’ ένα δυο
λεπτά γύρισε πίσω. Έκλεισε προσεκτικά την πόρτα και μί
λησε με περισσότερη από τη συνήθη ακρίβειά της. «Μητέρα,
πού είναι ο πατέρας;»
«Είχε… να πάει κάπου».
«Γιατί πήρε τα ρούχα του;»