16
του Λος Άντζελες, όπως είναι το Κουίνς για τη Νέα Υόρκη.
Εκείνο τον καιρό ήταν ένα χωριό, ένα μάλλον άθλιο χωριό,
με αποθήκες εμπορευμάτων από τη μια μεριά, την ύπαιθρο
από την άλλη και στη μέση το πέρασμα των φορτηγών.
Αγόρασε ένα από τα μεγαλύτερα καπέλα, κατέλυσε στο
ράντσο και προσπάθησε να το κάνει επιχείρηση, χωρίς όμως
καμιά επιτυχία. Οι πορτοκαλιές του δεν ευδοκίμησαν, και,
όταν έβαλε αμπέλια, μόλις άρχισαν να ωριμάζουν τα σταφύ
λια, ήρθε η Ποταπαγόρευση, και τα ξερίζωσε για να βάλει
καρυδιές. Αλλά όταν διάλεξε τα δέντρα του, φούντωσε στην
αγορά το λαθρεμπόριο των παράνομων ποτών, και αυτό του
έφερε τέτοια κατάθλιψη που άφησε για αρκετό καιρό τη γη
του χέρσα, ενώ προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα σ’ έναν
κόσμο που στροβιλιζόταν. Μια μέρα δέχτηκε την επίσκεψη
τριών ανθρώπων που του έκαναν μια πρόταση. Ο ίδιος δεν
το ήξερε, αλλά η Νότια Καλιφόρνια, και ιδίως το Γκλέντεϊλ,
βρισκόταν σε τέτοια τροχιά οικοδομικής ανάπτυξης τη δε
καετία του ’20, που σπάνια θα έβλεπε αυτή η γη.
Έτσι, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, με τα χίλια
διακόσια στρέμματα που εκτείνονταν ακριβώς στο σημείο
που ο κόσμος ήθελε να χτίσει, έγινε συνέταιρος, παράγοντας
ανάπτυξης της κοινότητας, ένας άνθρωπος με όραμα, ένας
μεγαλόσχημος επιχειρηματίας. Μαζί με τους άλλους τρεις
άντρες δημιούργησαν την εταιρεία «Κατοικίες Πιρς», με
πρόεδρο τον ίδιο. Έδωσε το όνομά του σ’ έναν δρόμο, και
στην Πιρς Ντράιβ, όταν παντρεύτηκε τη Μίλντρεντ, έχτισε
αυτό το σπίτι που κατοικούσε τώρα, ή που θα το κατοικού