19
νη βρέθηκε εκεί, δοκιμάζοντας να μπει, ενώ αυτός παρέμει­
νε ακίνητος. Άκουσε τη Μίλντρεντ που κάτι της φώναξε και
η μικρή βγήκε μπροστά στο σπίτι, όπου την περίμεναν
κάποια παιδιά.
Με την τσάντα στους ώμους, ξεκλείδωσε την πόρτα και
μπήκε με θεατρικό τρόπο στην κουζίνα. Η Μίλντρεντ ασχο­
λιόταν ακόμη με την τούρτα, που τώρα πια ήταν εκπληκτικά
όμορφη, με το πουλί να κάθεται σ’ ένα κλαρί με πράσινα
φύλλα, κρατώντας την περγαμηνή που έλεγε «Χρόνια πολλά,
Μπομπ» στο ράμφος του, κι έναν κύκλο από μπουμπούκια,
σε κανονικά διαστήματα γύρω γύρω στο περιθώριο, που
έμοιαζαν με σιωπηλό τιτίβισμα. Εκείνη δεν σήκωσε τα μάτια.
Αυτός ύγρανε τα χείλη του και ρώτησε: «Η Βίντα είναι σπίτι;».
«Όχι ακόμη».
«Δεν είπα τίποτα στη Ρέι που ήρθε στην πόρτα πριν από
λίγο. Δεν βλέπω τον λόγο να μάθει γι’ αυτό. Δεν βλέπω τον
λόγο να μάθει καμιά από τις δυο τους γι’ αυτό. Δεν θέλω να
τους πεις ότι είπα “αντίο” ή κάτι παρόμοιο. Μπορείς απλώς
να πεις–»
«Αυτό θα το αναλάβω εγώ».
«Εντάξει, λοιπόν. Το αφήνω σ’ εσένα».
Δίστασε λίγο: «Λοιπόν, αντίο Μίλντρεντ».
Με πεταχτά βήματα, εκείνη πήγε στον τοίχο, ακούμπησε
πάνω του για να κρύψει το πρόσωπό της, μετά τον χτύπησε
μια δυο φορές απελπισμένα με τις γροθιές της. «Άντε,
Μπερτ. Δεν έχω τίποτα να πω. Μόνο… άντε, φύγε».
Όταν γύρισε, εκείνος είχε φύγει και τότε της ήρθαν
1...,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14 16,17,18,19,20,21,22,23,24