16
T A N A F R E N C H
νευριάσω τόσο εύκολα. «Το όνομά του είναι Ντέρμοτ και ναι,
τον περιλαμβάνει».
Παράστησα τον εντυπωσιασμένο. «Τέσσερις βδομάδες ντα
λαβερίζεστε, καλά δεν λέω; Για πες, απόψε είναι η μεγάλη
νύχτα;»
Η Ολίβια στράφηκε προς τη σκάλα κι άρχισε να φωνάζει:
«Χόλι! Ήρθε ο πατέρας σου!» Έτσι όπως μου είχε γυρισμένη
την πλάτη, την προσπέρασα και μπήκα στο χολ. Φορούσε Σα
νέλ Νούμερο 5, το ίδιο άρωμα που φορούσε πάντα από τότε
που πρωτογνωριστήκαμε.
Από το πάνω πάτωμα ακούστηκε: «Μπαμπά! Έρχομαι!
Έρχομαι! Έρχομαι, απλώς πρέπει να…» κι ύστερα ακολούθη
σε ένα ατελείωτο κατεβατό ακατάσχετης φλυαρίας, καθώς η
Χόλι εξηγούσε όλα αυτά τα μπουρδουκλωμένα πράγματα που
είχε κατά νου, αδιαφορώντας για το αν μπορούσε να την ακού
σει κανείς. «Με την ησυχία σου, καρδούλα μου!» φώναξα,
πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
Η Ολίβια με ακολούθησε. «Ο Ντέρμοτ θα έρθει από στιγμή
σε στιγμή» μου είπε. Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος αν αυτό
ήταν απειλή ή ικεσία για να φύγω.
Άνοιξα την πόρτα του ψυγείου κι έριξα μια ματιά μέσα.
«Δεν μ’ αρέσει η κοψιά αυτού του τύπου. Δεν έχει πιγούνι. Δεν
έχω καμία εμπιστοσύνη σ’ έναν άντρα που δεν έχει πιγούνι».
«Καλά, ευτυχώς το γούστο σου στους άντρες δεν παίζει
κανένα ρόλο».
«Κι όμως, παίζει, αν το πάτε σοβαρά κι αυτός ο τύπος θα
περνάει χρόνο κοντά στη Χόλι. Πώς είπαμε ότι είναι το επίθε
τό του;»
Κάποτε, τότε που οδεύαμε προς τον χωρισμό, η Ολίβια μου
είχε κοπανήσει την πόρτα του ψυγείου στο κεφάλι. Θα μπο
ρούσα να πω ότι και τώρα της πέρασε απ’ το μυαλό να το
ξανακάνει. Συνέχισα να είμαι σκυμμένος μέσα στο ψυγείο, για