15
Ο Τ Ο Π Ο Σ Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ω Ν
για το Σαββατοκύριακο. Η Ολίβια κι η Χόλι μένουν σε μια
εκπληκτική καλαίσθητη ημιαυτόνομη κατοικία, σε μια περι
ποιημένη τυφλή πάροδο στο Ντάλκι. Ο πατέρας της Ολίβια μας
είχε δώσει αυτό το σπίτι ως γαμήλιο δώρο. Όταν μετακομίσα
με εκεί, το σπίτι αντί για αριθμό είχε όνομα. Αυτό το ξεφορ
τώθηκα και γρήγορα, ωστόσο θα έπρεπε να το είχα ήδη μυρι
στεί από εκείνη τη στιγμή ότι αυτός ο γάμος δεν υπήρχε περί
πτωση να πάει καλά. Αν οι γονείς μου ήξεραν ότι θα παντρευό
μουν, η μαμά μου θα είχε χρεωθεί ως τον λαιμό, θα μας είχε
αγοράσει ένα σαλόνι με χαριτωμένους, λουλουδάτους κανα
πέδες και πολυθρόνες για το καθιστικό και θα είχε εξαγριωθεί
αν αφαιρούσαμε το πλαστικό περιτύλιγμα από τα μαξιλαράκια.
Η Ολίβια είχε σταθεί ακριβώς στη μέση της ανοιχτής πόρτας,
μην τυχόν και μου έμπαιναν ιδέες να περάσω μέσα. «Η Χόλι
είναι σχεδόν έτοιμη» είπε.
Η Ολίβια, κι αυτό το λέω με το χέρι στην καρδιά και με
χαρά ανάμεικτη με λύπη, είναι κουκλάρα, απ’ αυτές που τις
βλέπεις και πέφτεις ξερός: ψηλή, με ένα μακρύ, λεπτό πρόσω
πο, πλούσια και απαλά ανοιχτόξανθα μαλλιά και μ’ εκείνου
του είδους τις διακριτικές καμπύλες που δεν τις παρατηρείς
με την πρώτη, αλλά μετά δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου
από πάνω τους. Εκείνο το απόγευμα φορούσε ένα ακριβό
μαύρο φόρεμα που της πήγαινε αφάνταστα, λεπτό καλσόν και
το διαμαντένιο περιδέραιο της γιαγιάς της, αυτό που εμφανί
ζεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, κι ακόμα και ο ίδιος ο
πάπας θα είχε βγάλει τον σκούφο του για να σκουπίσει τον
ιδρώτα από το μέτωπό του. Εγώ, που δεν έχω τόσο αβρούς
τρόπους όσο ο πάπας, σφύριξα με θαυμασμό.
«Σημαντικό το ραντεβού;»
«Θα πάμε για φαγητό».
«Αυτό το “πάμε” περιλαμβάνει πάλι κι αυτό τον Ντέρμο;»
Η Ολίβια παραείναι έξυπνη για να μου επιτρέψει να τη