18
T A N A F R E N C H
με το μανίκι μου κι έβαλα το κουτί πίσω στο ψυγείο. «Αυτό
το πράγμα έχει μια γεύση που θυμίζει κάτουρα γάτας. Αν
αυξήσω τη διατροφή του παιδιού, θα αγοράζεις κάναν χυμό
της προκοπής;»
«Αν την τριπλασιάσεις» είπε η Ολίβια, όλο γλύκα αλλά με
ψυχρότητα, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της. «Όχι
ότι θα μπορούσες δηλαδή, πάντως ίσως να έφτανε για ένα
κουτί χυμό τη βδομάδα». Η γατούλα βγάζει νύχια, αν επιμένεις
να της τραβάς την ουρά για πολλή ώρα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Χόλι μάς έσωσε και τους δυο
από τους εαυτούς μας, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιό της σαν
βολίδα και φωνάζοντας «Μπαμπαμπαμπαμπά!» με όλη της
τη δύναμη. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο την κατάλληλη στιγμή
ώστε να μπορέσει να δώσει έναν πήδο και να βρεθεί στην
αγκαλιά μου σαν ένα μικρό, τοσοδά πυροτέχνημα, με τον χρυ
σό ιστό των μαλλιών της και τα ροζ πραγματάκια που στρα
φτάλιζαν· τύλιξε τα πόδια γύρω από τη μέση μου και κοπάνη
σε πάνω στην πλάτη μου τη σχολική της τσάντα κι ένα χνου
δωτό αλογάκι που το έλεγαν Κλάρα κι είχε σχεδόν φάει τα
ψωμιά του. «Γεια σου, αραχνομαϊμουδίτσα» είπα, φιλώντας
την κορυφή του κεφαλιού της. Ήταν ελαφριά σαν νεράιδα.
«Πώς ήταν η βδομάδα σου;»
«Πολύ κουραστική και δεν είμαι αραχνομαϊμουδίτσα» μου
είπε με σοβαρότητα, μύτη με μύτη. «Τι είναι η αραχνομαϊμου
δίτσα;»
Η Χόλι είναι εννιά χρονών κι έχει πάρει απ’ την οικογένεια
της μάνας της, που είναι λεπτεπίλεπτοι κι έχουν δέρμα ντελι
κάτο που μελανιάζει εύκολα – ενώ εμείς οι Μακέι είμαστε
στιβαροί και ρωμαλέοι, έχουμε αδρό δέρμα και πυκνά μαλλιά,
αρκετά σκληροτράχηλοι για τον καιρό του Δουβλίνου. Σε όλα
τούς μοιάζει η μικρή, εκτός από τα μάτια. Την πρώτη φορά
που την είδα, σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε κι αντί