Ο τόπος των πιστών - page 12

19
Ο Τ Ο Π Ο Σ Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ω Ν
κρισα τα δικά μου μάτια, μεγάλα, αμυγδαλωτά ανοιχτά γα­
λάζια μάτια, κι ένιωσα σαν να με είχε χτυπήσει ηλεκτρική
εκκένωση, κι ακόμη κάνουν την καρδιά μου να φτερουγίζει
κάθε φορά που τα κοιτάζω. Η Ολίβια μπορεί να βγάλει το
επίθετό μου από κουδούνια και χαρτιά, μπορεί να γεμίσει το
ψυγείο με χυμό που σιχαίνομαι, μπορεί να προσκαλέσει τον
Ντέρμο τον Παιδόφιλο να καταλάβει τη θέση μου στο κρεβά­
τι της, αλλά δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα γι’ αυτά
τα μάτια.
Απάντησα στη Χόλι: «Είναι μια νεράιδα μαϊμουδίτσα που
ζει σ’ ένα μαγεμένο δάσος». Μου έριξε ένα βλέμμα που ισορ­
ροπούσε τέλεια ανάμεσα στο «Ουάου!» και στο «Ναι, καλά!».
«Τι έκανες και κουράστηκες;» ρώτησα.
Γλίστρησε από την αγκαλιά μου και προσγειώθηκε στο
πάτωμα με έναν υπόκωφο γδούπο. «Η Κλόε, η Σάρα κι εγώ
θα φτιάξουμε μια ορχήστρα. Έκανα και μια ζωγραφιά για
σένα στο σχολείο, γιατί κάναμε έναν χορό εκεί πέρα... Και
μπορείτε να μου πάρετε άσπρες μπότες; Κι η Σάρα έγραψε
ένα τραγούδι και…» Για μια στιγμή να σου η Ολίβια κι εγώ
σχεδόν να χαμογελάμε ο ένας στον άλλο, πάνω απ’ το κεφάλι
της κόρης μας, αλλά αμέσως μετά εκείνη μαγκώθηκε και κοί­
ταξε ξανά το ρολόι της.
Έξω στην πάροδο οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν με τον
φίλο μου τον Ντέρμο, ο οποίος –κι αυτό που θα πω το ξέρω
θετικά, γιατί πήρα τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου
του ήδη από την πρώτη φορά που βγήκαν έξω για φαγητό με
την Ολίβια– είναι ένας τύπος που τηρεί όλους τους νόμους με
θρησκευτική ευλάβεια κι ούτε καν έχει παρκάρει ποτέ το Audi
του σε σημείο που να μην επιτρέπεται· άσε δε που μοιάζει
μονίμως έτοιμος να ρευτεί. «’Σπέρα» είπε, κεραυνοβολώντας
με μ’ ένα θανατηφόρο νεύμα. «Χόλι».
«Πώς τον φωνάζεις;» ρώτησα τη Χόλι καθώς την έδενα στο
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17,18,19,20
Powered by FlippingBook