22
T A N A F R E N C H
η μικρή θα μεγαλώσει με τρόπο δυο φορές πιο υγιεινό απ’ όσο
όλες οι φίλες της μαζί και θα νιώσει περιθωριακή. «Γιατί όχι;»
Ξεκλείδωσα την πόρτα κι αμέσως είδα το πρώτο σημάδι ότι η
Χόλι κι εγώ δεν επρόκειτο να φάμε πίτσα απόψε.
Το λαμπάκι του τηλεφωνητή αναβόσβηνε σαν τρελό. Πέντε
αναπάντητες. Η δουλειά μου με καλεί στο κινητό μου, οι πρά
κτορες κι οι πληροφοριοδότες με καλούν στο άλλο μου κινητό,
τα παλικάρια ξέρουν ότι θα με δουν στην παμπ όταν και όπο
τε, η δε Ολίβια μου στέλνει γραπτά μηνύματα όταν χρειάζεται
να το κάνει. Άρα έμενε η οικογένεια, δηλαδή η μικρή μου
αδερφή, η Τζάκι, δεδομένου ότι ήταν η μόνη στην οποία μιλού
σα εδώ και κάτι δεκαετίες. Πέντε κλήσεις πιθανόν να σήμαιναν
πως ένας από τους γονείς μας ήταν ετοιμοθάνατος.
Είπα στη Χόλι «Πάρε» και της πρότεινα το λάπτοπ μου.
«Πήγαινέ το στο δωμάτιό σου και πείραξε λιγάκι τις φίλες σου
στο chat. Θα είμαι κοντά σου σε λίγα λεπτά».
Η Χόλι, η οποία γνωρίζει καλά ότι δεν της επιτρέπεται να
ανταλλάσσει μηνύματα στο διαδίκτυο ώσπου να γίνει είκοσι
ενός ετών, μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία. «Αν θέλεις
να καπνίσεις ένα τσιγαράκι, μπαμπά» μου είπε, εξαιρετικά
σοβαρή «μπορείς απλά να βγεις στο μπαλκόνι. Το ξέρω ότι
καπνίζεις».
Έβαλα το χέρι μου στην πλάτη της και την οδήγησα προς
το δωμάτιό της. «Α ναι; Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» Σε
οποιαδήποτε άλλη στιγμή η περιέργειά μου θα είχε κεντριστεί
πραγματικά. Ποτέ δεν έχω καπνίσει μπροστά στη Χόλι, η δε
Ολίβια αποκλείεται να της το είχε πει. Οι δυο μας πλάθαμε τη
σκέψη της· η υποψία ότι στο μυαλό της Χόλι υπήρχαν ιδέες
που δεν τις είχαμε καλλιεργήσει εμείς εξακολουθεί να με τρε
λαίνει.
«Απλά το ξέρω» απάντησε η Χόλι, ρίχνοντας όπως όπως
την Κλάρα και την τσάντα της πάνω στο κρεβάτι με αγέρωχο