20
T A N A F R E N C H
κάθισμά της, ενώ η Ολίβια, υπέροχη σαν την Γκρέις Κέλι, έδι
νε ένα φιλί στο μάγουλο του Ντέρμο στο κατώφλι της πόρτας.
Η Χόλι έστρωσε τη χαίτη της Κλάρα κι ανασήκωσε αδιά
φορα τους ώμους. «Η μαμά λέει να τον φωνάζω θείο Ντέρμοτ».
«Κι εσύ τον φωνάζεις έτσι;»
«Όχι. Μπροστά στον κόσμο δεν τον φωνάζω τίποτα. Μέσα
μου τον φωνάζω Καλαμαρομούρη». Κοίταξε στον καθρέφτη για
να δει μήπως είχα αντίρρηση. Ήταν ήδη έτοιμη να πεισμώσει.
Εγώ άρχισα να γελάω. «Υπέροχο» της είπα. «Τι κορίτσι
έχω εγώ!» και τράβηξα απότομα το χειρόφρενο, μόνο και μό
νο για να κάνω την Ολίβια και τον Καλαμαρομούρη ν’ αναπη
δήσουν ξαφνιασμένοι.
Από τότε που η Ολίβια ήρθε στα σύγκαλά της και μ’ έδιωξε
με τις κλοτσιές, μένω στην προκυμαία, σε μια τεράστια πολυ
κατοικία που λες και χτίστηκε τη δεκαετία του ’90 από, κα
ταπώς φαίνεται, τον Ντέιβιντ Λιντς. Το πέλος των χαλιών είναι
τόσο παχύ, που δεν έχω ακούσει ήχο από βήματα ούτε μία
φορά, αλλά ακόμα και στις τέσσερις το πρωί μπορείς να αι
σθανθείς το συγκεχυμένο βουητό από πεντακόσια μυαλά να
βουίζουν όλα μαζί παντού γύρω σου: άνθρωποι που ονειρεύο
νται, ελπίζουν, ανησυχούν, κάνουν σχέδια, σκέφτονται. Εγώ
μεγάλωσα σε μια εργατική πολυκατοικία, οπότε θα πίστευε
κανείς ότι θα ήμουν εξοικειωμένος μ’ έναν τέτοιο τρόπο ζωής
που θυμίζει ορνιθοτροφείο, όμως αυτό εδώ είναι αλλιώτικο.
Δεν τους ξέρω αυτούς τους ανθρώπους· δεν τους έχω δει ποτέ
αυτούς τους ανθρώπους. Δεν έχω ιδέα για το πώς ή πότε μπαί
νουν και βγαίνουν απ’ την πολυκατοικία. Απ’ όσο φαντάζομαι,
δεν φεύγουν ποτέ, το μόνο που κάνουν είναι να μένουν τα
μπουρωμένοι μέσα στα διαμερίσματά τους και να σκέφτονται.
Ακόμα κι όταν κοιμάμαι, έχω το ένα μου αυτί συντονισμένο σ’