11
Ο Τ Ο Π Ο Σ Τ Ω Ν Π Ι Σ Τ Ω Ν
φάνηκε σκαρφαλώνοντας στον τοίχο· ίσως κάποιος γύριζε στο
σπίτι του κρυφά, αργοπορημένος κι ένοχος, τρυπώνοντας από
κάποιο παράθυρο. Στον Αριθμό 7 το μικρότερο απ’ τα παιδιά
της Σάλι Χερν έκλαιγε, ένα τσιριχτό κλάμα γεμάτο παράπονο,
ώσπου εκείνη αναγκάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι της και
να πάει να το νανουρίσει.
Ξέρω πού πηγαίνω… Στα ζωγρα-
φισμένα δωμάτια τι όμορφα που νιώθω
…
Όταν οι καμπάνες σήμαναν δύο, η σύγχυση με χτύπησε σαν
κλοτσιά. Με εκσφενδόνισε κατευθείαν πάνω από τον τοίχο
μέσα στην αυλή του Αριθμού 16, μέρος κακόφημο πριν ακόμη
γεννηθώ, κατειλημμένο από εμάς τα παιδιά, που αψηφούσαμε
τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις. Διάσπαρτα παντού κουτάκια
μπίρας, αποτσίγαρα και χαμένες παρθενιές. Ανέβηκα πηδώντας
τέσσερα τέσσερα τα σαπισμένα σκαλοπάτια, δίχως να με νοιά
ζει αν θα μ’ άκουγε κανείς. Ήμουν τόσο βέβαιος, που ήταν λες
και την έβλεπα ήδη μπροστά μου, με τις ατίθασες χάλκινες
μπούκλες της και τα χέρια στη μέση: «Πού στο καλό είσαι
τόση ώρα, μου λες;».
Ξηλωμένα σανίδια στο πάτωμα, στον σοβά χτυπήματα από
μπουνιές, χώματα, σκοτάδι, κρύο κι ούτε ψυχή. Στο καθιστικό
του πάνω ορόφου βρήκα το σημείωμα, μια σελίδα σκισμένη
από κάποιο σχολικό τετράδιο. Ήταν αφημένο πάνω στο γυμνό
πάτωμα, ανεμίζοντας ελαφρά στο χλωμό φως που έμπαινε απ’
το σπασμένο παράθυρο, κι έμοιαζε λες και βρισκόταν εκεί έναν
αιώνα. Τότε ακριβώς ήταν που ένιωσα εκείνο τον ούριο άνεμο
ν’ αλλάζει, να βουτά και να γίνεται θανάσιμος, πολύ δυνατός
για να τα βάλω μαζί του, και να μην είναι πια με το μέρος μου.
Το σημείωμα δεν το πήρα μαζί μου. Όταν έφυγα από τον
Αριθμό 16 είχα ήδη αποστηθίσει όσα έγραφε κι είχα στη διά
θεσή μου όλη την υπόλοιπη ζωή μου για να προσπαθήσω να τα
πιστέψω. Το άφησα εκεί που το βρήκα κι επέστρεψα στην άκρη
του δρόμου. Περίμενα εκεί, στο σκοτάδι, κοιτάζοντας τις το