20
J O H A N T H E O R I N
τι. Ήταν η Κατρίνε· κοιμόταν βαθιά και είχε τραβηχτεί άκρη
άκρη στο κρεβάτι μαζεύοντας το πάπλωμα. Του είχε την πλά-
τη γυρισμένη, αλλά ο Γιόακιμ διέκρινε το αχνό περίγραμμα
του κορμιού της και ένιωθε τη ζέστα της. Κοιμόταν μόνη της
εδώ τους τελευταίους δύο μήνες, ενόσω ο Γιόακιμ εξακολου-
θούσε να ζει και να εργάζεται στη Στοκχόλμη· ερχόταν να τους
δει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Όλοι τους είχαν δυσκολευ-
τεί πολύ.
Άπλωσε το χέρι του προς την Κατρίνε, αλλά εκείνη τη στιγ-
μή ξανάκουσε τη φωνή:
«Μαμάαα;»
Αυτή τη φορά αναγνώρισε την ψιλή φωνή της Λίβια. Ο Γιόα
κιμ πέταξε αμέσως τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το
κρεβάτι.
Η κεραμική σόμπα στη γωνία της κρεβατοκάμαρας έβγαζε
ακόμη λίγη ζέστη, αλλά το ξύλινο πάτωμα ήταν πάγος όταν
ακούμπησε τα πόδια του. Έπρεπε ν’ αλλάξουν ορισμένα πράγ-
ματα και να μονώσουν το πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, όπως
έκαναν στην κουζίνα και στα παιδικά δωμάτια, αλλά αναγκα-
στικά αυτές οι δουλειές θα γίνονταν του χρόνου. Αυτόν τον
χειμώνα θα τον έβγαζαν με περισσότερα χαλιά. Και ξύλα.
Έπρεπε να βρουν πώς θα προμηθεύονταν φτηνά ξύλα για τις
σόμπες, καθώς δεν υπήρχε δάσος στο κτήμα για να κόβουν τα
δικά τους.
Έπρεπε με την Κατρίνε ν’ αγοράσουν πολλά πράγματα για
το σπίτι πριν πιάσει πραγματικά κρύο – καλά θα έκαναν αύριο
κιόλας ν’ αρχίσουν να τα σημειώνουν όλα σε λίστες.
Ο Γιόακιμ κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε.
Ούτε κιχ.
Η ρόμπα του ήταν αφημένη σε μια καρέκλα· τη φόρεσε γρή-
γορα πάνω από το παντελόνι της πιτζάμας του, απέφυγε δύο
κούτες τις οποίες ακόμη δεν είχαν ξεπακετάρει και βγήκε έξω.