23
T O Π Ι Ο Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Δ Ω Μ Α Τ Ι Ο
Η Λίβια κατένευσε και έκλεισε τα μάτια. Ήδη σιγά σιγά την
ξανάπαιρνε ο ύπνος.
Ο Γιόακιμ ανασηκώθηκε, γύρισε το κεφάλι και είδε το αχνό
φέγγος του νότιου φάρου να αναβοσβήνει μέσα από το στόρι.
Έκανε ένα βήμα προς το παράθυρο και σήκωσε το στόρι μερι-
κά εκατοστά. Το παράθυρο έβλεπε δυτικά και οι φάροι δεν
φαίνονταν απoδώ, αλλά η κοκκινωπή λάμψη σάρωνε τα έρημα
χωράφια πίσω από το σπίτι.
Η ανάσα της Λίβια είχε ξαναγίνει ρυθμική, η μικρή κοιμόταν
του καλού καιρού. Το επόμενο πρωί δεν θα θυμόταν ότι ο
μπαμπάς της μπήκε στο δωμάτιό της.
Ο Γιόακιμ έριξε μια ματιά και στην άλλη κρεβατοκάμαρα.
Ήταν το δωμάτιο που είχε ανακαινιστεί πιο πρόσφατα· τη
διακόσμησε και την επίπλωσε η Κατρίνε, ενώ ο Γιόακιμ έλειπε
στη Στοκχόλμη και ασχολιόταν με την τελική μετακόμιση και
το καθάρισμα του σπιτιού που άφηναν.
Όλα ήταν ήσυχα εδώ μέσα. Ο Γκάμπριελ, ηλικίας δυόμισι ετών,
κοιμόταν στο κρεβατάκι του κολλητά στον τοίχο – ένας ακίνητος
μπόγος. Τους τελευταίους δώδεκα μήνες ο Γκάμπριελ πήγαινε
για ύπνο γύρω στις 8 μ.μ. κάθε βράδυ και κοιμόταν δέκα ώρες
χωρίς διακοπή. Το όνειρο κάθε γονιού με μικρά παιδιά.
Ο Γιόακιμ έκανε μεταβολή μες στη σιγαλιά και διέσχισε
αργά αργά τον διάδρομο. Γύρω του το σπίτι έτριζε βγάζοντας
σιγανούς θορύβους, και τα τριξίματα ακούγονταν σχεδόν σαν
βήματα στο πάτωμα.
Η Κατρίνε κοιμόταν του καλού καιρού όταν ο Γιόακιμ γύ-
ρισε στο κρεβάτι.
Εκείνο το πρωί η οικογένεια είχε δεχτεί επίσκεψη από έναν
άντρα γύρω στα πενήντα που είχε ένα ήρεμο χαμόγελο στα
χείλη. Χτύπησε την πόρτα της κουζίνας στη βόρεια πλευρά του
1...,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 17,18,19,20,21,22,23,24,25