1
Μ
ια ψιλή φωνή ακούστηκε στα σκοτεινά δωμάτια:
«Μαμάαα!»
Η φωνή τον έκανε να τιναχτεί. Ο ύπνος ήταν σαν σπηλιά,
ζεστή και σκοτεινή, γεμάτη παράξενες αντηχήσεις. Του ήταν
επώδυνο που ξυπνούσε έτσι απότομα. Για ένα δευτερόλεπτο
το συνειδητό του δεν μπορούσε να βρει πώς τον έλεγαν ή πού
βρισκόταν· μονάχα μπερδεμένες αναμνήσεις και σκέψεις. Η
Έτελ; Μπα, όχι η Έτελ, αλλά η… Κατρίνε. Η Κατρίνε!
Και
δυο μάτια που ανοιγόκλειναν σαστισμένα, αναζητώντας λίγο
φως μες στο σκοτάδι.
Το επόμενο δευτερόλεπτο αναδύθηκε στη μνήμη του το δικό
του όνομα: Γιόακιμ Βεστίν. Βρισκόταν στο διπλό κρεβάτι του
στο αρχοντικό του Ακρωτηρίου των Χελιών στο βόρειο Έλαντ.
Ο Γιόακιμ ήταν στο σπίτι του. Βρισκόταν εδώ μόλις μία
μέρα. Η γυναίκα του, η Κατρίνε, και τα δυο παιδιά τους ζούσαν
στο κτήμα τους εδώ και δύο μήνες, ενώ ο ίδιος μόλις είχε φτάσει.
01:23. Το κόκκινο φωτάκι του ξυπνητηριού-ραδιοφώνου
ήταν η μόνη πηγή φωτός στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ο ήχος που ξύπνησε τον Γιόακιμ δεν ακουγόταν πλέον,
αλλά ήξερε πως ήταν αληθινός. Είχε ακούσει ένα πνιχτό πα-
ράπονο ή κάτι σαν κλαψούρισμα από κάποιον που κοιμόταν
σ’ ένα άλλο τμήμα του σπιτιού.
Ένα ασάλευτο σώμα κοιμόταν δίπλα του στο διπλό κρεβά-