22
J O H A N T H E O R I N
«Μακριά…» είπε μια κοριτσίστικη φωνή μες στο σκοτάδι.
«Μακριά».
Ο Γιόακιμ πάτησε ένα λούτρινο παιχνιδάκι στο πάτωμα
δίπλα στο κρεβάτι. Το σήκωσε.
«Μαμά;»
«Όχι» είπε ο Γιόακιμ. «Ο μπαμπάς είμαι».
Άκουσε τον αχνό ήχο της ανάσας της στο σκοτάδι και διέ-
κρινε τις κοιμισμένες κινήσεις που έκανε το κορμάκι της κάτω
από το λουλουδάτο πάπλωμα. Έσκυψε πάνω από το κρεβάτι:
«Κοιμάσαι;»
Η Λίβια σήκωσε το κεφάλι της:
«Τι;»
Ο Γιόακιμ έχωσε το λούτρινο παιχνίδι δίπλα της στο κρε-
βάτι.
«Ο Φόρμαν έπεσε στο πάτωμα».
«Χτύπησε;»
«Μπα… Ούτε που ξύπνησε».
Η Λίβια αγκάλιασε με το ένα χέρι το αγαπημένο της παι-
χνίδι, ένα δίποδο ζωάκι φτιαγμένο από ύφασμα που είχε αγο-
ράσει το περασμένο καλοκαίρι στο νησί Γκότλαντ. Μισό πρό-
βατο, μισό άνθρωπος. Ο Γιόακιμ είχε βαφτίσει αυτό το αλλό-
κοτο πλάσμα Φόρμαν από το όνομα του πυγμάχου που είχε
επιστρέψει στο άθλημά του σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών
πριν από μερικά χρόνια.
Ο Γιόακιμ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά την κόρη του
στο μέτωπο. Το δέρμα της ήταν δροσερό. Το κοριτσάκι ηρέμη-
σε και ξανακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Έπειτα τον
κοίταξε:
«Είσαι ώρα εδώ, μπαμπά;»
«Όχι» απάντησε ο Γιόακιμ.
«Ήταν κάποιος άλλος εδώ» είπε.
«Όνειρο έβλεπες».