26
J O H A N T H E O R I N
παρελθόν της, θα το έκανε η ίδια. Και σπάνια ήταν διατεθει-
μένη να το κάνει.
«Αλήθεια; Από ποιο μέρος ακριβώς;»
«Από διάφορα μέρη» είπε η Κατρίνε χωρίς να κοιτάζει τον
δημοσιογράφο. «Μετακόμιζαν συχνά».
Ο Γιόακιμ θα μπορούσε να συμπληρώσει ότι η γυναίκα του
ήταν κόρη της Μίργια Ράμπε και εγγονή της Τόρουν Ράμπε, μια
πληροφορία που πιθανώς να οδηγούσε τον Νίμπεργ να γράψει
ένα πολύ μεγαλύτερο άρθρο. Ωστόσο κράτησε το στόμα του
κλειστό. Η Κατρίνε κι η μάνα της ούτε που μιλιόντουσαν.
«Εγώ είμαι παιδί της τσιμεντούπολης» είπε τελικά. «Με-
γάλωσα σε μια οχταώροφη πολυκατοικία στο Γιάκομπσμπεργ
κι ήταν πάρα πολύ άσχημα εκεί – πολλή κίνηση και παντού
άσφαλτος. Γι’ αυτό και ήθελα διακαώς να ζήσω στην εξοχή».
Τόση ώρα η Λίβια καθόταν ήσυχα στο γόνατο του Γιόακιμ,
αλλά σύντομα βαρέθηκε τις πολλές κουβέντες και έτρεξε στο
δωμάτιό της. Ο Γκάμπριελ, που καθόταν με την Κατρίνε, πή-
δηξε στο πάτωμα και την ακολούθησε.
Ο Γιόακιμ τα άκουσε να ποδοβολούν γεμάτα ενέργεια στο
πάτωμα με τα πλαστικά σανδαλάκια τους και επανέλαβε την
ίδια επωδό που απήγγειλλε σε φίλους και γείτονες στη Στοκ-
χόλμη τους τελευταίους μήνες:
«Ξέρουμε ότι αυτό το μέρος είναι καταπληκτικό και για τα
παιδιά. Λιβάδια και δάση, καθαρός αέρας και φρέσκο νερό.
Χωρίς ιώσεις. Χωρίς αυτοκίνητα να βγάζουν καυσαέρια… Εί-
ναι το τέλειο μέρος για όλους μας».
Ο Μπενγκτ Νίμπεργ κατέγραψε αυτά τα αποστάγματα
σοφίας στο σημειωματάριό του. Έπειτα έκαναν μια βόλτα στο
ισόγειο του σπιτιού, στα ανακαινισμένα δωμάτια, καθώς και
στους υπόλοιπους χώρους με την ξεφλουδισμένη ταπετσαρία,
τα λεκιασμένα ταβάνια και τα βρόμικα πατώματα.
«Οι κεραμικές σόμπες είναι φοβερές» είπε ο Γιόακιμ δεί-