21
T O Π Ι Ο Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Δ Ω Μ Α Τ Ι Ο
Αμέσως πήρε λάθος δρόμο μες στο σκοτάδι. Στο σπίτι τους
στη Στοκχόλμη πάντα έστριβε δεξιά για να πάει στα παιδικά
δωμάτια· εδώ όμως έπρεπε να πάει αριστερά.
Η κρεβατοκάμαρα του Γιόακιμ και της Κατρίνε ήταν μικρή
– όπως όλα τα δωμάτια στο σπηλαιώδες σύστημα του αρχο-
ντικού. Ο διάδρομος, όπου υπήρχαν πολλές κούτες στοιβαγμέ-
νες στον τοίχο, κατέληγε σ’ ένα μεγάλο χολ με πολλά παράθυ-
ρα που έβλεπαν στην εσωτερική πλακόστρωτη αυλή, η οποία
περικλειόταν από τις δύο πτέρυγες του σπιτιού.
Το αρχοντικό του Ακρωτηρίου των Χελιών είχε την πλάτη
γυρισμένη στην ξηρά και έβλεπε προς τη θάλασσα. Ο Γιόακιμ
προχώρησε προς τα παράθυρα του χολ και ατένισε την ακτή
πέρα από τον φράχτη.
Ένα κόκκινο φως αναβόσβηνε εκεί· προερχόταν από τον
έναν από τους δίδυμους φάρους, που στέκονταν ο καθείς στο
νησάκι του μες στο πέλαγος. Η δεσμίδα φωτός του νότιου
φάρου σάρωνε τους σωρούς από φύκια στον γιαλό και τα νερά
της Βαλτικής. Αντιθέτως, ο βόρειος φάρος ήταν θεοσκότεινος.
Η Κατρίνε τού είχε πει πως αυτόν δεν τον άναβαν ποτέ.
Ο Γιόακιμ άκουσε τον άνεμο να ουρλιάζει γύρω από το
σπίτι και είδε ταραγμένες σκιές να σαλεύουν πέρα στους φά-
ρους. Τα κύματα. Πάντα του έφερναν στον νου την Έτελ, παρά
το γεγονός ότι δεν ήταν τα κύματα που τη σκότωσαν αλλά το
ψύχος. Μόλις πριν από δέκα μήνες.
Οι πνιχτοί ήχοι στο σκοτάδι πίσω από τον Γιόακιμ ακού-
στηκαν ξανά, αλλά δεν ήταν πλέον κλαψούρισμα. Του φάνηκε
ότι η Λίβια μιλούσε μόνη της σιγανά.
Ο Γιόακιμ διέσχισε ξανά τον διάδρομο. Δρασκέλισε με προ-
σοχή το ξύλινο κατώφλι του υπνοδωματίου της Λίβια, το οποίο
είχε μόνο ένα παράθυρο και ήταν θεοσκότεινο. Ένα πράσινο
στόρι με πέντε ροζ γουρουνάκια που χόρευαν χαρωπά γύρω
γύρω κάλυπτε το παράθυρο.
1...,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13 15,16,17,18,19,20,21,22,23,24,...25