11
T O Π Ι Ο Σ Κ Ο Τ Ε Ι Ν Ο Δ Ω Μ Α Τ Ι Ο
– μακρόσυρτες κραυγές που σου σπαράζουν την καρδιά φω-
νάζοντας βοήθεια σε ξένη γλώσσα.
Οι κραυγές ξυπνούν τον Μπρόμερσον. Πηγαίνει να ξυπνήσει
τους εξαντλημένους χτίστες.
«Ναυάγιο» λέει. «Πρέπει να πάμε».
Οι άντρες είναι νυσταγμένοι και δισταχτικοί, αλλά τους
σηκώνει από το κρεβάτι και τους βγάζει έξω στο χιόνι.
Κατεβαίνουν κακήν κακώς στον γιαλό, καμπουριάζοντας,
για να προφυλαχτούν από τον παγωμένο άνεμο που τους μα-
στιγώνει το πρόσωπο. Ο Μπρόμερσον γυρίζει το κεφάλι και
παρατηρεί πως οι μισοτελειωμένοι πέτρινοι πύργοι βρίσκονται
ακόμη στη θέση τους, χαμηλά πλάι στο νερό.
Στην άλλη πλευρά, προς τα δυτικά, δεν βλέπει τίποτα. Το
επίπεδο τοπίο του νησιού έχει μετατραπεί σε μια κυματιστή
χιονισμένη έρημο.
Οι άντρες κοντοστέκονται στην ακτή αγναντεύοντας το πέ-
λαγος.
Δεν βλέπουν τίποτα μέσα στις γκριζόμαυρες σκιές πέρα
στην ξέρα, αλλά εξακολουθούν να ακούν αμυδρά ανθρώπινες
κραυγές, που μπερδεύονται με τις βροντές των κυμάτων και
τον σαματά από ξύλα που σκίζονται και σπάνε και καρφιά
που ξεπατώνονται.
Ένα μεγάλο καράβι έχει εξοκείλει στην ξέρα και βουλιάζει.
Τελικά οι χτίστες δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο πέρα
από το να κάθονται και να ακούν τους ήχους και τις κραυγές
για βοήθεια από το καράβι. Τρεις φορές προσπαθούν να βγάλουν
τις βάρκες τους στο πέλαγος αλλά και τις τρεις αποτυγχάνουν.
Δεν έχουν ορατότητα και τα κύματα που σκάνε στην ακτή είναι
πανύψηλα, ενώ η θάλασσα είναι γεμάτη βαριά ξύλινα δοκάρια.
Το σκαρί που έχει εξοκείλει πρέπει να κουβαλούσε ένα
τεράστιο φορτίο ξυλείας. Όταν άρχισε να βουλιάζει, τα κύμα-
τα έλυσαν τα σκοινιά που κρατούσαν το φορτίο και τα ξύλα
1,2,3 5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,...25