12
J O H A N T H E O R I N
έπεσαν στη θάλασσα. Τα δοκάρια είναι μεγάλα σαν πολιορ-
κητικοί κριοί και ξεβράζονται σε σωρούς. Έχουν αρχίσει να
γεμίζουν τους κολπίσκους γύρω από το ακρωτήρι, πέφτοντας
και χτυπώντας το ένα πάνω στο άλλο.
Όταν ο ήλιος ανατέλλει πίσω από την ομιχλώδη γκρίζα
συννεφιά που καλύπτει όλο τον ουρανό, οι χτίστες ανακαλύ-
πτουν το πρώτο πτώμα. Είναι ένας νεαρός που επιπλέει στα
κύματα περίπου δώδεκα μέτρα από τη στεριά, με τα χέρια
απλωμένα, λες και προσπαθούσε να πιαστεί από κάποιο δο-
κάρι μέχρι την ύστατη στιγμή.
Δύο χτίστες του φάρου τσαλαβουτάνε στα ρηχά νερά, πιά-
νουν το πτώμα γερά από το μάλλινο πουκάμισο που φορά και
τραβάνε τον νεκρό έξω στην αμμουδιά.
Εκεί που σκάει το κύμα οι δυο άντρες πιάνουν τον νεκρό
από τους παγωμένους καρπούς του και τραβάνε γερά. Ο νεκρός
βγαίνει από το νερό, αλλά είναι ψηλός, με φαρδιές πλάτες, και
δυσκολεύονται να τον κουβαλήσουν. Αναγκάζονται να τον σύ-
ρουν πάνω στα χιονισμένα χόρτα της ακτής, με το νερό να
τρέχει ποτάμι από τα ρούχα του.
Οι χτίστες μαζεύονται σιωπηλοί γύρω από το πτώμα· δεν
το αγγίζουν.
Στο τέλος ο Μπρόμερσον σκύβει και γυρνά το πτώμα ανά-
σκελα.
Ο πνιγμένος είναι ένας ναύτης με πλούσια μαύρα μαλλιά
και μεγάλο στόμα που χάσκει μισάνοιχτο, σαν να έπαψε να
προσπαθεί να σωθεί στη μέση μιας ανάσας. Τα μάτια του
ατενίζουν τον γκρίζο ουρανό.
Ο επιστάτης υποθέτει ότι ο ναύτης πρέπει είναι γύρω στα
είκοσι πέντε. Ελπίζει να είναι εργένης, αλλά ίσως πάλι να έχει
οικογένεια να θρέψει. Και να που πέθανε σε ξένα χώματα·
κατά πάσα πιθανότητα δεν ήξερε καν πώς λένε το νησί όπου
βούλιαξε το πλοίο του.