24
J O H A N T H E O R I N
σπιτιού. Ο Γιόακιμ την άνοιξε αμέσως, νομίζοντας ότι θα ήταν
κάνας γείτονας.
«Καλημέρα σας» είπε ο άντρας. «Είμαι ο Μπενγκτ Νίμπεργ,
απ’ την τοπική εφημερίδα
Έλαντς-Πόστεν
».
Ο Νίμπεργ στεκόταν στα σκαλιά της βεράντας με ένα ση-
μειωματάριο στο χέρι και μια κάμερα να κρέμεται πάνω στη
χοντρή κοιλιά του. Ο Γιόακιμ έσφιξε το χέρι του δημοσιογράφου
κάπως δισταχτικά.
«Άκουσα πως εμφανίστηκαν κάτι μεγάλα φορτηγά μετα-
κομίσεων στο Ακρωτήρι των Χελιών τις τελευταίες βδομάδες»
είπε ο Νίμπεργ. «Είπα λοιπόν να δοκιμάσω την τύχη μου,
μήπως σας έβρισκα στο σπίτι».
«Εγώ είμαι που μετακόμισα μόλις τώρα» είπε ο Γιόακιμ.
«Η υπόλοιπη οικογένειά μου μένει εδώ κάμποσο καιρό τώρα».
«Μετακομίσατε σταδιακά δηλαδή;»
«Είμαι εκπαιδευτικός» είπε ο Γιόακιμ. «Δεν μπορούσα να
φύγω απ’ τη δουλειά μου νωρίτερα».
Ο δημοσιογράφος κατένευσε.
«Πρέπει σίγουρα να γράψουμε γι’ αυτό το νέο – είμαι βέ-
βαιος ότι καταλαβαίνετε» είπε. «Ξέρω ότι μας ενημέρωσαν πως
το Ακρωτήρι των Χελιών πουλήθηκε την περασμένη άνοιξη,
αλλά φυσικά ο κόσμος θα θέλει να μάθει ποιος το αγόρασε…»
«Μια συνηθισμένη οικογένεια είμαστε» είπε ο Γιόακιμ γρή-
γορα. «Γράψτε αυτό».
«Από πού είστε;»
«Απ’ τη Στοκχόλμη».
«Σαν τη βασιλική οικογένεια δηλαδή» είπε ο Νίμπεργ και
κοίταξε τον Γιόακιμ. «Θα κάνετε τα ίδια που κάνει κι ο βασι-
λιάς; Θα έρχεστε να μένετε εδώ μόνο όταν κάνει ζέστη κι έχει
ήλιο;»
«Όχι, όλο τον χρόνο θα μένουμε εδώ».
Η Κατρίνε βγήκε στο χολ και στάθηκε δίπλα στον Γιόακιμ.