σε στιλ. Σκέφτομαι τον Σπένγκλερ και τα τρομερά του μανιφέ-
στα, και αναρωτιέμαι αν το στιλ, το μεγάλο στιλ, ναι, το στιλ
το μεγαλειώδες, έχει πια για πάντα χαθεί. Λέω ότι το μυαλό του
ήταν με τέτοιες σκέψεις κατακλυσμένο, αλλά δεν είναι αλήθεια
— αργότερα πια, μετά που διέσχισα τον Σηκουάνα, μετά που
άφησα πίσω όλο αυτό το φωταγωγημένο καρναβάλι, άφησα το
νου μου με τέτοιες σκέψεις να παίξει. Για την ώρα, δεν μπορώ
τίποτε να σκεφτώ — μονάχα ότι είμαι μια παλλόμενη ευαι-
σθησία, ένας αισθητήρας, καρφωμένος από το θαύμα τούτων
των νερών που αντανακλούν έναν λησμονημένο κόσμο. Στις
όχθες τα δέντρα γέρνουν βαριά πάνω στον θαμπωμένο καθρέ-
φτη — όταν ο αγέρας τα ανυψώνει και τα γεμίζει με το χαμη-
λότονο μελωδικό θρόισμα, αφήνουν λίγα δάκρυα να κυλήσουν
κι αναριγούν καθώς το νερό στριφογυρνάει κάτωθέ τους.
Ασφυκτιώ μ’ αυτό. Και δεν υπάρχει ψυχή για να κοινοποιήσω
έστω κι ένα κλάσμα από τη συγκίνηση που με διαπερνά…
Το πρόβλημα της Ιρέν είναι ότι έχει μια βαλίτσα αντί για μου-
νί. Θέλει μεγάλα λόγια να της χώνεις στη βαλίτσα της. Πελώρια,
avec des choses inouïes
.
Η Λόνα πάλι, αυτή ναι, είχε μουνί αυ-
τή. Το ξέρω γιατί έκοβε και μας έστελνε μερικές τρίχες αποκεί
κάτω. Η Λόνα — ένα ανήμερο πλάσμα που ρούφαγε άπληστα
την ηδονή απ’ τον αέρα. Σε κάθε λόφο έκανε την πόρνη — και με-
ρικές φορές το ’κανε σε τηλεφωνικούς θαλάμους, και σε τουαλέ-
τες. Αγόρασε ένα κρεβάτι για τον Βασιλιά Κάρολο κι ένα κύπελλο
ξυρίσματος με χαραγμένα τ’ αρχικά του. Την άραζε στην Τότεναμ
Κορτ Ρόουντ, σήκωνε το φόρεμά της και χαϊδευόταν. Το ’κανε και
με κεριά, με πυροτεχνήματα, και με πόμολα ακόμα. Ουδείς πού-
τσος επί γης δεν ήταν αρκετά μεγάλος για δαύτη…
ουδείς
. Οι
[ 14 ]
1,2,3,4,5,6,7,8 10,11,12,13,14,15,16,17,18