χίες, βαρεμάρα, θλίψη, αυτοκτονία. Η ατμόσφαιρα είναι δια-
ποτισμένη με όλεθρο, απογοήτευση, ματαιότητα. Ξύνεσαι, ξα-
νά και ξανά, και γδέρνεσαι πια — και δεν σου απομένει ίχνος
επιδερμίδας. Κι ωστόσο, εμένα με ευφραίνει αυτό. Αντί ν’
αποθαρρυνθώ, ή να καταθλιβώ, το απολαμβάνω. Κλαίω για
ολοένα και περισσότερους ολέθρους, για ολοένα και μεγαλύτε-
ρες συμφορές, για ολοένα και πιο παταγώδεις αποτυχίες. Θέλω
ο κόσμος όλος να χτυπηθεί σαν χταπόδι, θέλω οι πάντες να ξύ-
νονται ξανά και ξανά έως θανάτου.
Είμαι τώρα υποχρεωμένος με τόσο ταχείς ρυθμούς να ζω, να ζω
πυρετωδώς, κι έτσι δεν μου μένει καιρός μήτε για να καταγρά-
ψω τούτες τις αποσπασματικές σημειώσεις. Μετά το τηλεφώ-
νημα, ήρθαν ένας κύριος και η κυρία του. Πήγα πάνω να πλα-
γιάσω ώσπου να γίνει το νταραβέρι. Ναι, ξάπλωσα εκεί και άρ-
χισα ν’ αναρωτιέμαι ποια θα είναι η επόμενή μου κίνηση. Το
δίχως άλλο δεν θα γυρίσω πάλι σ’ εκείνο το πούστικο κρεβάτι
τινάζοντας όλη νύχτα ψίχουλα με τα δάχτυλα των ποδιών μου.
Το εμετικό καθοίκι μου, γαμώ! Αν υπάρχει κάτι χειρότερο απ’
το να ’σαι πούστης, είναι το να ’σαι τσιφούτης. Ένας δειλός,
τρεμουλιάρης πουστάκος που ζούσε αιωνίως με το φόβο ότι θα
χρεοκοπήσει μια μέρα — τη
18
η Μαρτίου ίσως, ή την
25
η
Μαΐου ακριβώς. Καφές δίχως ζάχαρη και γάλα. Ψωμί δίχως
βούτυρο. Κρέας δίχως σάλτσα, ή και καθόλου κρέας. Δίχως το
ένα, δίχως το άλλο! Ο ελεεινός, βρομερός και τρισάθλιος πα-
λιοτσιφούτης! Άνοιξα το συρτάρι του γραφείου μια μέρα και
βρήκα χρήματα κρυμμένα σε μια κάλτσα. Πάνω από δύο χιλιά-
δες φράγκα — και επιταγές που δεν τις είχε ποτέ εκταμιεύσει.
[ 22 ]
1...,7,8,9,10,11,12,13,14,15,16 18