άντρες έμπαιναν μέσα της, χώραγαν και κολύμπαγαν. Ήθελε
υπερμεγέθεις πούτσους, αυτοπυροδοτούμενες ρουκέτες, καυτό
κοχλάζον καύσιμο καμωμένο από κερί και κριεζώτο. Θα σου
’κοβε κάλλιστα το πουλί και θα το κράταγε μπηγμένο μέσα της
για πάντα, αν της έδινες την άδεια. Ένα μουνί στο εκατομμύ-
ριο, αυτή η Λόνα! Ένα μουνί-πείραμα εργαστηρίου δίχως χαρτί
ηλιοτροπίου ικανό να πάρει το χρώμα του. Ήταν κι αρχιψεύτρα,
αυτή η Λόνα. Ποτέ δεν αγόρασε το κρεβάτι για τον Βασιλέα Κά-
ρολό της. Τον έστεψε με μια μποτίλια ουίσκι κι η γλώσσα της
ήτανε τίγκα στις ψείρες και στα αύριο. Α, τον έρμο τον Κάρολο,
άλλο δεν μπορούσε να κάνει εξόν απ’ το να ζαρώσει μέσα της
και να πεθάνει. Εκείνη έπαιρνε μια βαθιά ανάσα κι εκείνος γλι-
στρούσε από μέσα της και σωριαζόταν — σαν ψόφιο στρείδι.
Πελώρια, μεγάλα λόγια, avec des choses inouïes. Μια βα-
λίτσα δίχως λουριά. Μια κλειδαριά χωρίς κλειδιά. Είχε στόμα
γερμανικό, γαλλικά αυτιά, ρωσικό πισινό. Διεθνές μουνί. Όταν
ανέμιζε τη σημαία ήταν κόκκινη ίσαμε το λαρύγγι. Έμπαινες
στο βουλεβάρτο Ζιλ-Φερί κι έβγαινες στην Πορ ντε λα Βιγιέτ.
Άφηνες τα γλυκάδια σου μες στο κάρο μεταφοράς μελλοθανά-
των — κόκκινο κάρο, δίτροχο το δίχως άλλο. Στη συμβολή του
Ουρκ και του Μάρνη, όπου τα νερά ρέουν μέσα απ’ τους υδα-
τοφράχτες και απλώνονται σαν γυαλί κάτω απ’ τις γέφυρες. Η
Λόνα είναι αραχτή εκεί τώρα, και το κανάλι είναι γεμάτο γυα-
λιά και σκλήθρες — οι μιμόζες θρηνούν, και μια υγρή, ομιχλώ-
δης πορδή πέφτει στα παραθυρόφυλλα. Ένα μουνί στο εκα-
τομμύριο, αυτή η Λόνα! Όλη ένα μουνί, όλη ένας γυάλινος κώ-
λος όπου μπορείς να διαβάσεις την ιστορία του Μεσαίωνα.
[ 15 ]
1,2,3,4,5,6,7,8,9 11,12,13,14,15,16,17,18