με, καταβροχθίζουμε ολάκερους αιώνες. Είσαι η κρησάρα της
αναρχίας μου εσύ, της αναρχίας μου που περνάει από σένα και
γίνεται λέξεις. Κάθε λέξη είναι ένα λουρί, μια βέργα μεταλλι-
κή, αλλά δεν θα υπάρξουμε ποτέ τόσες βέργες για να φτιάξου-
με το πλέγμα.
Όσο έλειπα, κρέμονταν οι κουρτίνες στο παράθυρό μου.
Μοιάζουν με τυρολέζικα τραπεζομάντιλα εμβαπτισμένα στη
λυσόλη. Το δωμάτιο στραφταλίζει. Κάθομαι στο κρεβάτι ζαλι-
σμένος, σκέφτομαι τον άνθρωπο πριν από τη γένεσή του. Ξάφ-
νου, καμπάνες αρχίζουν να σημαίνουν, μια αλλόκοτη, αλλόκο-
σμη μουσική, σαν να είχα μεταφερθεί στις στέπες της Κεντρι-
κής Ασίας. Κάποιες παρατείνουν τον ήχο τους αργά, νωχελικά,
άλλες σταματάνε απότομα, μεθυσμένα, γοερά. Και τώρα απλώ-
θηκε σιωπή ξανά, μονάχα μια τελευταία νότα που ξεγδέρνει
αμυδρά της νύχτας τη σιγή — ένα αχνό απόμακρο σήμαντρο
που σβήνει σαν τη φλόγα.
Έκλεισα μια σιωπηρή συμφωνία με τον εαυτό μου να μην
αλλάξω μήτε αράδα απ’ όσα γράφω. Δεν μ’ ενδιαφέρει να τε-
λειοποιήσω τις σκέψεις μου, μήτε τις πράξεις μου. Πλάι στην
τελειότητα του Τουργκένιεφ εγώ βάζω την τελειότητα του Ντο-
στογιέφσκι. (Τι πιο τέλειο απ’ τον
Αιώνιο Σύζυγο
.) Εδώ, το λοι-
πόν, σ’ ένα και το αυτό μέσον έχουμε δύο είδη τελειότητας.
Αλλά στου Βαν Γκογκ τις επιστολές υπάρχει μια τελειότητα πέ-
ρα κι απ’ αυτές τις δύο. Πρόκειται για το θρίαμβο του ατόμου
επί της τέχνης.
Ένα μονάχα μ’ ενδιαφέρει ζωτικά τώρα, κι αυτό είναι η κατα-
γραφή όλων όσα παραλείπονται στα βιβλία. Κανείς, απ’ όσο
[ 20 ]
1...,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14 16,17,18