φαΐ. Είναι φριχτό ώρες ώρες. Έχω πει στον Μπόρις ξανά και ξα-
νά να παραγγέλνει ψωμί για το πρόγευμα, αλλά μια ζωή το ξε-
χνάει. Βγαίνει και προγευματίζει έξω, φαίνεται. Κι όταν επι-
στρέφει, πιπιλάει τα δόντια του και κάτι λίγο από αυγό κρέμε-
ται κολλημένο στο μουσάκι του. Τρώει στο εστιατόριο επειδή
με σκέφτεται. Λέει ότι θα τον πονάει να απολαμβάνει ένα γεν-
ναίο γεύμα κι εγώ να κάθομαι να τον βλέπω.
Τον Βαν Νόρντεν τον συμπαθώ, αλλά δεν συμμερίζομαι τη
γνώμη του για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν συμφωνώ, φερει-
πείν, ότι είναι φιλόσοφος, ή στοχαστής. Είναι μουνομανής,
αυτό είν’ όλο. Και δεν θα γίνει συγγραφέας, ποτέ των ποτών.
Μήτε ο Σιλβέστρος, όχι, μήτε κι αυτός θα γίνει ποτέ συγγρα-
φέας, κι ας λάμπει τ’ όνομά του, κόκκινο και αστραφτερό, με
δύναμη πενήντα χιλιάδων κηρίων. Οι μόνοι συγγραφείς γύρω
μου που τους υπολήπτομαι, προσώρας, είναι ο Καρλ και ο
Μπόρις. Είναι δαιμονισμένοι. Μια φλόγα μύχια καίει. Είναι
τρελοί και θεόκουφοι. Είναι πάσχοντες. Χειμαζόμενοι.
Ο Μόλντορφ, από την άλλη, που κι αυτός πάσχει με τον δι-
κό του, ιδιαίτερο τρόπο, δεν είναι τρελός. Ο Μόλντορφ είναι
λεξομανής, μέθυσος των λέξεων, αυτό είναι ο Μόλντορφ, των
λέξεων μπεκρής. Δεν έχει φλέβες, μήτε αγγεία αιμοφόρα, μή-
τε καρδιά, μήτε νεφρά. Είναι ένα φορητό μπαούλο με αναρίθ-
μητες θήκες, και μες στις θήκες βρίσκονται ετικέτες γραμμέ-
νες με λευκή μελάνη, καφετιά μελάνη, γαλάζια μελάνη, ναι,
μελάνη βαθυκόκκινη, βαθυκίτρινη, μοβ, καστανοκίτρινη, τιρ-
κουάζ, αχνοκίτρινη, στο χρώμα του αχλαδιού, στο χρώμα του
αρχαίου αμφορέα, στης ρέγκας το χρώμα, στο χρώμα της γκορ-
γκοντζόλα, στου πούρου Corona το χρώμα…
[ 11 ]
1,2,3,4,5 7,8,9,10,11,12,13,14,15,16,...18