κτώσω ένα μουνί. Θα εξαπολύσω βέλη καυτά μέσα σου, Τάνια,
τις ωοθήκες σου θα πυρώσω. Ζηλεύει λιγουλάκι τώρα ο καλός
σου ο Σιλβέστρος; Νιώθει κάτι, καλά δεν λέω; Νιώθει τα χνά-
ρια απ’ το καλό μου το καυλί. Άνοιξα κομμάτι τις όχθες. Τις ζά-
ρες ισοπέδωσα. Μετά το πέρασμά μου, μπορείς να πάρεις ντο-
ρήδες, ταύρους, κριούς, πάπιους, σκυλιά του Αγίου Βερνάρ-
δου. Μπορείς να παραγεμίσεις το απευθυσμένο σου με βατρά-
χια, νυχτερίδες, σαύρες. Μπορείς να χέσεις αρπισμούς άμα κά-
νεις κέφι, ή να δέσεις ένα σαντούρι στον αφαλό σου. Σε γα-
μάω, Τάνια, έτσι που για πάντα να μείνεις γαμημένη. Κι αν φο-
βάσαι δημόσια να γαμηθείς, θα σε γαμάω κατά μόνας. Θα κό-
ψω μερικές τρίχες απ’ το μουνί σου και θα τις κολλήσω στου
Μπόρις το πιγούνι. Την κλειτορίδα σου θα δαγκάσω και θα
φτύσω δυο κομμάτια ίσαμ’ ένα φράγκο το καθένα…
Μπλε ο ουρανός σαν το λουλάκι, καθάριος, δίχως πια τα
χνουδωτά του σύγνεφα, δέντρα κάτισχνα ν’ απλώνονται ατε-
λείωτα, με τα μαύρα τους κλωνάρια να γνέφουν σαν υπνοβά-
τες. Ζοφερά, φασματικά δέντρα, με κορμούς χλωμούς σαν του
πούρου τη στάχτη. Μια σιωπή απόλυτη κι ολότελα ευρωπαϊκή.
Τα πατζούρια κλειστά, τα μαγαζιά σφαλιστά. Μια κόκκινη
ανταύγεια από την καύτρα ενός τσιγάρου εδώ κι εκεί σημαδεύει
το ραντεβού δύο ερωτευμένων. Τραχιές οι προσόψεις, σχεδόν
αποτρεπτικές — άμωμες εξόν από τις σκιερές κηλίδες που
απλώνουν τα δέντρα. Καθώς περνώ απ’ την Ορανζερί, φέρνω
στο νου μου ένα άλλο Παρίσι, το Παρίσι του Μομ, του Γκο-
γκέν, του Τζορτζ Μουρ το Παρίσι. Σκέφτομαι εκείνο τον τρο-
μερό Σπανιόλο που κατέπληξε τότε όλον τον κόσμο με τα ακρο-
βατικά του άλματα από τεχνοτροπία σε τεχνοτροπία, από στιλ
[ 13 ]
1,2,3,4,5,6,7 9,10,11,12,13,14,15,16,17,...18