άλλο τρόπο να πάσχουν. Πάσχουν χωρίς νευρώσεις και, όπως
λέει κι ο Σιλβέστρος, ένας άντρας που δεν έχει μολυνθεί από
καμία νεύρωση δεν ξέρει τι σημαίνει να πάσχεις.
Ανακαλώ καθαρά τώρα πόσο απολάμβανα τα παθήματά
μου. Ήταν σαν να παίρνεις μαζί σου στο κρεβάτι ένα μικρό
κουτάβι. Μια στις τόσες, σου μπήγει τα νύχια — και τότε σκιά-
ζεσαι στ’ αλήθεια. Κανονικά δεν έχεις κανένα φόβο — μπορείς
ανά πάσα στιγμή να το πετάξεις αποκεί, να το αμολήσεις, ή και
να του πάρεις το κεφάλι.
Υπάρχουν κάμποσοι που δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στον
πειρασμό να μπουν σ’ ένα κλουβί με άγρια κτήνη και να κατα-
σπαραχθούν. Πάνε και κλείνονται δίχως ένα περίστροφο ή ένα
μαστίγιο. Ατρόμητους τους κάνει ο τρόμος… Για τον Οβριό, ο
κόσμος ένα κλουβί τέτοιο είναι, γεμάτο ανήμερα θηρία. Η πόρ-
τα είναι σφαλιστή, κι ο Οβριός είναι εκεί μέσα άοπλος, δίχως
περίστροφο μήτε μαστίγιο. Τόσο μεγάλο είναι το σθένος του
ώστε ούτε καν μυρίζει την κοπριά στη γωνιά. Οι θεατές χειρο-
κροτούν, μα αυτός δεν ακούει. Το πράγμα, σκέφτεται, δια-
δραματίζεται μέσα στο κλουβί. Το κλουβί, σκέφτεται, είναι ο
κόσμος. Στέκει εκεί, μόνος κι αβοήθητος, η πόρτα σφαλιστή,
και διαπιστώνει ότι τα λιοντάρια δεν καταλαβαίνουν γρυ από τη
γλώσσα του. Μήτε ένα απ’ τα λιοντάρια δεν έχει τον Σπινόζα
ακουστά. Τον Σπινόζα; Για δες, δεν μπορούνε καν να μπήξουν
τα δόντια τους στη σάρκα του. «Δώσε μας κρέας!» βρυχώνται,
ενώ εκείνος στέκει εκεί, απολιθωμένος, με τις ιδέες του παγω-
μένες, με τη Weltanschauung του να είναι ένα τραπέζιο
απροσπέλαστο. Ένα απλό χτύπημα από το πέλμα του λιονταρι-
ού, και πάει η κοσμογονία του, γίνεται κομμάτια.
[ 18 ]
1...,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12 14,15,16,17,18