Φ . Σ . Φ Ι Τ Ζ Ε Ρ Α Λ Ν Τ
20
συγγνώμη κι έλειψε για ένα μισάωρο. Μόνος του ο Ντικ, περι
φέρθηκε στο δωμάτιο και προσπάθησε να σχηματίσει μια εικόνα
για τον Φραντς απ’ τα λογής λογής πράγματα πάνω στο γραφείο
του, από τα βιβλία του και τα βιβλία τού –κι από τον– πατέρα του
και τον παππού του· από την ελβετική ευλάβεια, που την απέ
πνεε μια τεράστια φωτογραφία σε μπορντό του πατέρα, στον
τοίχο. Υπήρχε καπνός στο δωμάτιο. Ο Ντικ άνοιξε την μπαλκο
νόπορτα και μπήκε ένας κώνος ηλιόφωτος. Έξαφνα οι σκέψεις
του στράφηκαν στην ασθενή, στην κοπέλα.
Είχε λάβει περί τα πενήντα γράμματα απ’ αυτήν, γραμμένα
σε μια περίοδο οχτώ μηνών. Το πρώτο ήταν απολογητικό, του
εξηγούσε πως είχε ακούσει στην Αμερική πώς έγραφαν οι κοπέ
λες σε άγνωστούς τους στρατιώτες. Είχε βρει τ’ όνομα και τη
διεύθυνση απ’ τον δρα Γκρέγκορι και ήλπιζε να μην τον πείραζε
αν κάποιες φορές του ’στελνε ευχές κ.λπ.
Ως τώρα ο τόνος ήταν εύκολα αναγνωρίσιμος· από τα επιστο
λικά μυθιστορήματα
Μπαρμπα-Μακροπόδης
της Τζιν Γουέμπστερ
και
Molly Make-Believe
της Έλινορ Χάλογουελ Άμποτ – κεφάτες
και συναισθηματικές συλλογές γραμμάτων, που στις Ηνωμένες
Πολιτείες ήταν της μόδας. Ωστόσο η ομοιότητα έληγε εδώ.
Τα γράμματα ήταν χωρισμένα σε δύο κατηγορίες, όπου η
πρώτη, περίπου ως την ανακωχή, φανέρωνε μια έκδηλη παθο
λογική τάση, ενώ η δεύτερη, από τότε ως το παρόν, ήταν ολωσ
διόλου φυσιολογική κι αποκάλυπτε μια πλούσια φύση που ωρί
μαζε. Τούτες οι δεύτερες επιστολές ήταν ο λόγος που ο Ντικ
περίμενε όλο λαχτάρα, τους τελευταίους ανιαρούς μήνες στο
Μπαρ σιρ Ομπ – ωστόσο, ήδη από τα πρώτα γράμματα είχε
συμπεράνει πολύ μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας απ’ όσο θα
μάντευε ποτέ ο Φραντς.