Τ Ρ Υ Φ Ε Ρ Η Ε Ι Ν Α Ι Η Ν Υ Χ Τ Α
13
«Α, Τυχερέ Ντικ, παλιοκατεργάρη» μονολογούσε, κάνοντας
κύκλους γύρω από τα τελευταία απομεινάρια φλόγας στην κάμα
ρά του. «Πέτυχες διάνα, αγόρι μου. Κανένας δεν είχε την παρα
μικρή ιδέα, ώσπου έσκασες μύτη εσύ».
Στις αρχές του 1917, όταν ήταν πλέον δύσκολο να βρει κάρ
βουνο για να ζεσταθεί, έκαψε εκατό συγγράμματα που ’χε μαζέ
ψει· αλλά μόνο με τη χαιρέκακη διαβεβαίωση μέσα του, καθώς
τα ’ριχνε ένα ένα στη φωτιά, ότι ο ίδιος αποτελούσε μια επιτομή
όσων λέγονταν μέσα σε κάθε βιβλίο και ότι σε πέντε χρόνια θα
μπορούσε να τα συνοψίσει, αν τους άξιζε να συνοψιστούν. Αυτό
το ’κανε οποιαδήποτε ώρα χρειαζόταν, μ’ ένα χράμι ριγμένο
στους ώμους του κι έχοντας μέσα του κείνη την υπέροχη ηρεμία
ενός λογίου, που πιότερο από καθετί προσιδιάζει στην ουράνια
γαλήνη – αλλά που έπρεπε, αλίμονο, να πάρει τέλος, όπως τώρα
θα ειπωθεί.
Για την προσωρινή διατήρησή της ευχαριστούσε το κορμί του
που είχε κάνει γυμναστική –κρίκους– στο Νιου Χέιβεν και που
τώρα κολυμπούσε στον χειμωνιάτικο Δούναβη. Με τον Έλκινς,
δεύτερο γραμματέα στην πρεσβεία, μοιραζόταν ένα διαμέρισμα
όπου δυο ωραίες κοπέλες τούς επισκέπτονταν – αλλά ούτε αυτές
ούτε η πρεσβεία ήταν δα κάτι σπουδαίο. Η επαφή του με τον Εντ
Έλκινς ήγειρε μέσα του μια πρώτη αχνή αμφιβολία για τη λει
τουργία του μυαλού του, για το ποιόν της, που εντέλει δεν διέ
φερε και πολύ από τον τρόπο σκέψης του Έλκινς, ενός ανθρώ
που που μπορούσε να σου ονοματίσει όλους τους κουόρτερ
μπακ στην ομάδα ποδοσφαίρου του Νιου Χέιβεν τα τελευταία
τριάντα χρόνια.
«…Κι ο Τυχερός Ντικ δεν μπορεί να είναι ένα από τούτα τα
σαΐνια. Θα πρέπει να γίνει λιγότερο αλώβητος, ως και λιγάκι
κατεστραμμένος· και θα πρέπει να του το προκαλέσει η ίδια η ζωή
αυτό, δεν μπορεί να την υποκαταστήσει μια αρρώστια, μια ραγι
σμένη καρδιά, ένα σύνδρομο κατωτερότητας – αν και, από την