11
1
Την άνοιξη του 1917, όταν ο δρ Ρίτσαρντ Ντάιβερ πρωτόφτασε
στη Ζυρίχη, ήταν είκοσι έξι χρονών, μια φίνα ηλικία, όπου ένας
άντρας βρίσκεται στην ακμή της εργένικής του ζωής. Ακόμα και
μες στον πόλεμο, ήταν φίνα ηλικία για τον Ντικ, που ήδη παρα­
ήταν πολύτιμος, είχαν επενδύσει πολλά σ’ αυτόν, για να τον
αφήσουν να πάει από σφαίρα. Χρόνια αργότερα, πλέον, είχε την
εντύπωση πως ακόμα και σε τούτο το άσυλο δεν τη γλίτωσε φτη­
νά, αλλά δεν αποκρυστάλλωσε ποτέ γνώμη για το εν λόγω θέμα
– και το 1917 αυτή η ιδέα τον έκανε να γελά και να λέει απολογη­
τικά πως ο πόλεμος δεν τον άγγιξε καθόλου. Οι εντολές από το
τοπικό συμβούλιο ήταν να περατώσει τις σπουδές του και να
πάρει πτυχίο όπως το ’χε σχεδιάσει.
Η Ελβετία ήταν ένα νησί που από τη μια μεριά έσκαζε απάνω
του, όμοιος με κύματα, ο ορυμαγδός γύρω από την Γκορίτζια κι
από την άλλη οι θύελλες του Σομ και του Εν. Για πρώτη φορά
έμοιαζε να υπάρχουν στα καντόνια πιο πολλοί ξένοι που κινού­
σαν την περιέργεια παρά άρρωστοι, αλλά έπρεπε κανείς να
μαντεύει ποιος ήταν τι – οι άντρες που ψιθύριζαν στα μικρά
καφέ της Βέρνης και της Γενεύης μπορεί εξίσου να ήταν πωλη­
τές διαμαντιών ή πλασιέ. Ωστόσο, κανενός δεν του είχαν διαφύ­
1,2 4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,...20