Φ . Σ . Φ Ι Τ Ζ Ε Ρ Α Λ Ν Τ
12
γει οι μακριές φάλαγγες από τυφλωμένους, ακρωτηριασμένους,
ετοιμοθάνατους άντρες, που διασταυρώνονταν ανάμεσα στις
λαμπερές λίμνες της Κωνσταντίας και του Νεσατέλ. Στις μπιρα­
ρίες και στις βιτρίνες υπήρχαν ζωηρόχρωμες αφίσες με Ελβετούς
που υπερασπίζονταν τα σύνορά τους το 1914 – μ’ αγριάδα που
ενέπνεε και παρακινούσε, νέοι και γέροι κοιτούσαν βλοσυρά,
ψηλά από κορφοβούνια, Γάλλους και Γερμανούς που ’δειχναν
άυλοι, φαντάσματα θαρρείς· κι ο στόχος ήταν να μοιραστεί η
ελβετική καρδιά τη μεταδοτική δόξα κείνων των ημερών. Καθώς
το μακελειό συνεχιζόταν, οι αφίσες πάλιωναν, και καμιά χώρα
δεν ξαφνιάστηκε πιο πολύ απ’ την αδελφή δημοκρατία τους,
όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν κακήν κακώς στον πόλεμο.
Τότε πλέον ο δρ Ντάιβερ είχε έρθει σ’ επαφή με τις παρυφές
του πολέμου: Tο 1914 ήταν ένας υπότροφος απ’ το Κονέκτικατ,
στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Επέστρεψε στην πατρίδα για
μια τελευταία χρονιά στο Τζον Χόπκινς και πήρε το πτυχίο του.
Το 1916 κατάφερε να πάει στη Βιέννη με την εντύπωση ότι, αν
δεν βιαζόταν, μια βόμβα ριγμένη από αεροπλάνο θα πρόφταινε
να ξεκάνει τον μέγα Φρόιντ. Και τότε ακόμα, η γριά Βιέννη κι ο
θάνατος ήταν παλιοί φίλοι, όμως ο Ντικ κατόρθωσε να προμη­
θευτεί αρκετό κάρβουνο και πετρέλαιο, για να καθίσει στην
κάμαρά του στην Νταμενστιφτγκάσε και να γράψει κείνα τα
φυλλάδια που αργότερα τα κατέστρεψε αλλά που, όταν τα ’γρα­
ψε ξανά, αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου που εξέδωσε
στη Ζυρίχη το 1920.
Οι περισσότεροι έχουμε μια αγαπημένη, ηρωική περίοδο στη
ζωή μας, και του Ντικ Ντάιβερ ήταν τούτη. Κατ’ αρχάς δεν είχε
ιδέα ότι ήταν γοητευτικός, ότι η στοργή που χάριζε κι ενέπνεε
ήταν κάτι ασυνήθιστο στους υγιείς ανθρώπους. Την τελευταία
του χρονιά στο Νιου Χέιβεν, κάποιος τον αποκάλεσε «Τυχερό
Ντικ», κι αυτός ο χαρακτηρισμός δεν έλεγε έκτοτε να φύγει απ’
το μυαλό του.
1,2,3 5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,...20