Φ . Σ . Φ Ι Τ Ζ Ε Ρ Α Λ Ν Τ
18
Κοιτάχτηκαν λοξά κι ο Φραντς χαμογέλασε αινιγματικά.
«Εννοείται πως είδα όλα τα πρώτα γράμματα» είπε με τον
επίσημο μπάσο τόνο του. «Όταν άρχισε η αλλαγή, η λεπτότητα
μου απαγόρευε ν’ ανοίξω άλλα. Είχε γίνει δική σου ασθενής
στην πραγματικότητα».
«Είναι καλά λοιπόν;» ρώτησε ο Ντικ.
«Πολύ καλά. Εγώ την έχω αναλάβει· για την ακρίβεια, έχω
αναλάβει τους περισσότερους εγγλέζους κι αμερικανούς ασθε
νείς. Με φωνάζουν δρα Γκρέγκορι».
«Να σου εξηγήσω γι’ αυτή την κοπέλα» είπε ο Ντικ. «Την
είδα μία φορά όλη κι όλη. Όταν ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω προ
τού φύγω για τη Γαλλία. Ήταν η πρώτη φορά που φόρεσα τη
στολή μου κι ένιωθα κάλπικος κυκλοφορώντας έτσι ντυμένος
και χαιρετώντας στρατιωτικά».
«Γιατί δεν τη φόρεσες σήμερα;»
«Ε! Πάνε τρεις βδομάδες που αποστρατεύτηκα. Να λοιπόν
πώς έτυχε να δω αυτή την κοπέλα. Όταν σε χαιρέτησα κι έφυγα,
πήγα προς εκείνο το κτίριό σας στη λίμνη για να πάρω το ποδή
λατό μου…»
«Προς τους Κέδρους;»
«…Ήταν υπέροχη νύχτα, ξέρεις· με το φεγγάρι πάνω απ’ τα
βουνά…»
«Το Κρέντσεγκ».
«…Πέτυχα μια νοσοκόμα και μια κοπέλα. Η κοπέλα δεν μου
φάνηκε να ’ναι ασθενής. Ρώτησα τη νοσοκόμα για τις ώρες του
τραμ και προχωρήσαμε μαζί. Η κοπέλα ήταν τ’ ομορφότερο
πλάσμα που είχα δει».
«Ακόμη είναι».
«Δεν είχε ξαναδεί αμερικανική στολή. Κουβεντιάσαμε δίχως
να μου περάσει τίποτε απ’ το μυαλό». Σώπασε, αναγνωρίζοντας
μιαν όψη των πραγμάτων που του ήταν οικεία, και κατόπιν συ
νέχισε: «Μονάχα που, Φραντς, δεν είμαι τόσο σκληρόπετσος