Φ . Σ . Φ Ι Τ Ζ Ε Ρ Α Λ Ν Τ
26
–Σιγά σιγά επανέρχομαι στη ζωή…
–Σήμερα τα λουλούδια και τα σύννεφα…
–Ο πόλεμος τελείωσε κι ούτε που κατάλαβα πως έγινε πόλεμος…
–Πόσο καλός ήσουν! Πρέπει να ’σαι πολύ σοφός πίσω απ’ αυτό το μούτρο
σου του άσπρου γάτου, μόνο που δεν δείχνεις έτσι στη φωτογραφία που
μου έδωσε ο δρ Γκρέγκορι…
–Σήμερα πήγα στη Ζυρίχη. Τι παράξενη αίσθηση, να βλέπεις μια πόλη
ξανά.
–Σήμερα πήγαμε στη Βέρνη, ήταν τόσο ωραία με τα ρολόγια.
–Σήμερα αναρριχηθήκαμε αρκετά ψηλά ώστε να βρούμε ασφόδελους και
εντελβάις…
Κατόπιν τα γράμματα ήταν λιγότερα, όμως εκείνος απάντησε
σε όλα. Ήταν ένα:
Μακάρι κάποιος να ήταν ερωτευμένος μαζί μου όπως ήταν τ’ αγόρια
πολύ παλιά, προτού αρρωστήσω. Θα περάσουν όμως χρόνια, φαντάζο-
μαι, προτού μπορέσω να σκεφτώ κάτι τέτοιο.
Όταν ωστόσο η απάντηση του Ντικ καθυστερούσε για οποιον
δήποτε λόγο, αυτό έφερνε ένα νευρικό ξέσπασμα ανησυχίας,
όμοιο με την ανησυχία μιας ερωμένης: « Ίσως σ’ έκανα να πλή
ξεις» και «Μάλλον παραπήρα θάρρος» και «Τη νύχτα σκέφτομαι
ότι αρρώστησες και δεν κλείνω μάτι».
Ο Ντικ είχε πράγματι αρπάξει γρίπη. Όταν συνήλθε ήταν
αποκαμωμένος, έτσι καταπιάστηκε μόνο με την επίσημη αλλη
λογραφία του και με καμία άλλη, κι έπειτα η θύμηση της κοπέ
λας σκεπάστηκε από την ολοζώντανη παρουσία μιας τηλεφωνή
τριας από το Ουισκόνσιν στο αρχηγείο στο Μπαρ σιρ Ομπ. Είχε
κόκκινα χείλια σαν κορίτσι σε αφίσα και στο εστιατόριο οι άντρες
την ήξεραν με το χυδαίο παρατσούκλι «Κέντρο Διερχομένων».
Ο Φραντς ήταν όλο κόρδωμα όταν γύρισε στο γραφείο του. Ο