22
μπλε μπλουζάκι της ως το σαγόνι και κοίταζε ανήσυχη το
στήθος της, ποιος ξέρει από πόσην ώρα. Είδα το σκεφτικό
της πρόσωπο στον καθρέφτη.
Πολλοί άνθρωποι, κυρίως άντρες, γυρίζουν και την
κοιτάζουν τη μαμά μου στον δρόμο. Στον δρόμο βέβαια
δεν περπατάει με ανασηκωμένο το μπλουζάκι της. Αλλά
και με το μπλουζάκι στη θέση του είναι πολύ όμορφη.
Φοράει πάντα πολύ κοντές και στενές φούστες και στενά
μπλουζάκια με βαθύ ντεκολτέ. Φοράει ψηλοτάκουνα
πέδιλα, με ασημένια ή χρυσά λουράκια. Έχει μαλλιά
ξανθά και μακριά και ίσια, που τ’ αφήνει να πέφτουν
στους ώμους της. Και φοράει ένα σωρό βραχιόλια και
αλυσιδίτσες στον λαιμό και σκουλαρίκια. Πιο πολύ απ’
όλα μ’ αρέσουν τα νύχια της, που είναι πολύ μακριά.
Κάθε βδομάδα η μαμά κολλάει και κάτι άλλο πάνω στα
νύχια της, μικρούλικα γυαλιστερά ψαράκια ή σε κάθε
νύχι μια τοσηδά πασχαλίτσα. Λέει ότι στους άντρες αρέ-
σουν πολύ τα νύχια της – και γι’ αυτό τα πάει τόσο καλά
στη δουλειά της.
«Κάποια στιγμή θα κρεμάσουν» λέει η μαμά στον εαυτό
της μέσα στον καθρέφτη – και σ’ εμένα. «Σε δυο, τρία χρό-
νια το πολύ, θα τα νικήσει η βαρύτητα. Η ζωή είναι ένα
ημερολόγιο και μία μία σβήνουν οι μέρες».
Τη λέξη βαρύτητα δεν την ήξερα, την κοίταξα στο λε-
ξικό. Όταν δεν ξέρω κάτι, το κοιτάζω πάντα στο λεξικό,
για να γίνω πιο έξυπνος. Ή ρωτάω τη μαμά ή την κυρία
Ντάλινγκ ή τον δάσκαλό μου, τον κύριο Μάγιερ. Ύστερα
σημειώνω ό,τι βρίσκω. Κάπως έτσι: