17
παιχνίδι τελείωσε και οι άλλοι έφυγαν, αυτός δε σηκώθηκε.
Κι όταν η καθαρίστρια προσπάθησε να τον ξυπνήσει, τον
βρήκε πεθαμένο. Η μαμά μου αναρωτήθηκε τότε μήπως
είχε πεθάνει από την προηγούμενη Τρίτη κιόλας. Ούτε εγώ
τον είχα προσέξει, για να πω την αλήθεια.
«Καλημέρα, κύριε Φίτσκε» είπα. «Δε σας ξύπνησα, ελ-
πίζω».
ΟΦίτσκε μοιάζει πιο γέρος από τον συνταξιούχο που πέ-
θανε στο μπίνγκο. Και πιο βρόμικος. Μάλλον θα πεθάνει κι
αυτός όπου να ’ναι, γι’ αυτό και φοράει συνέχεια την πιτζάμα
του – ακόμα κι όταν πάει ως τη γωνία να ψωνίσει. Έτσι και
πέσει, θα είναι τουλάχιστον σωστά ντυμένος. Από μικρός εί-
χε πρόβλημα με την καρδιά του, το ’χει πει ο ίδιος στην κυρία
Ντάλινγκ, γι’ αυτό και λαχανιάζει μόλις κάνει δυο βήματα και
ξαφνικά, είναι σίγουρος, ΜΠΑΜ, θα σωριαστεί κάτω ξερός!
Αμ, αν είναι να πεθάνει, σκέφτομαι εγώ, γιατί να μην πεθάνει
κανονικά ντυμένος σαν άνθρωπος; Αν πάλι είναι αποφασι-
σμένος να φοράει πιτζάμα, γιατί δεν την πλένει αυτή την
πιτζάμα πότε πότε; Κάθε Χριστούγεννα, ας πούμε. Εγώ, δη-
λαδή, δε θα ’θελα να πέσω ξερός μέσα στο σουπερμάρκετ,
μπροστά στον πάγκο με τα τυριά, και να βρομοκοπάω απαί-
σια, παρόλο που θα ’χω πεθάνει πριν από ένα μόλις λεπτό.
Ο Φίτσκε με κοιτάζει αμίλητος. Κι έτσι του δείχνω το
μακαρόνι. «Δικό σας είναι;»
«Πού το βρήκες;»
«Στο πεζοδρόμιο. Η κυρία Ντάλινγκ είπε ότι είναι μάλ-
λον ριγκατόνι. Η σάλτσα πάντως είναι σίγουρα γκοργκο-
ντζόλα».