13
Τ
ο μακαρόνι ήταν πεσμένο στο πεζοδρόμιο. Ήταν χο-
ντρό και κοντό και με ρίγες, και με μια τρύπα στη
μέση από τη μιαν άκρη του ως την άλλη. Είχε ξεραμένη
σάλτσα από τυρί, είχε και βρoμιές κολλημένες πάνω του.
Το σήκωσα, τίναξα τις βρoμιές και κοίταξα την πρόσοψη
της πολυκατοικίας που βρισκόταν στο νούμερο 93 της οδού
Ντίφε. Ανέβηκα παράθυρο παράθυρο ως τον καλοκαιρινό
ουρανό. Ούτε ένα συννεφάκι. Ούτε μια από τις άσπρες
ουρές που αφήνουν πίσω τους κάτι αεροπλάνα που τα λένε
αεριωθούμενα. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα, οι επιβάτες των
αεροπλάνων δεν μπορούν ν’ ανοίξουν το παραθυράκι τους
και να πετάξουν έξω το φαγητό τους.
Μπήκα στην πολυκατοικία, όρμησα στο κλιμακοστάσιο
με τους κίτρινους βαμμένους τοίχους, ανέβηκα τρέχοντας
ως τον τρίτο όροφο και χτύπησα το κουδούνι της κυρίας
Ντάλινγκ. Είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα σε μεγάλα πολύ-
χρωμα μπικουτί, όπως κάθε Σάββατο.
«Σαν ριγκατόνι μού φαίνεται. Η σάλτσα πάντως είναι
σίγουρα γκοργκοντζόλα» είπε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους
σου που μου το ’φερες, καρδούλα μου, αλλά δεν το πέταξα
εγώ στο πεζοδρόμιο. Ρώτα καλύτερα τον Φίτσκε».
Και μου χαμογέλασε συνωμοτικά ρίχνοντας μια λοξή
ματιά προς τα πάνω. Ο Φίτσκε μένει στον τέταρτο. Δεν τον
χωνεύω. Κι έτσι κι αλλιώς δεν το πίστευα ότι ήταν δικό του
το μακαρόνι. Η κυρία Ντάλινγκ ήταν η πρώτη μου σκέψη,
γιατί πετάει συχνά διάφορα από το παράθυρο – πέρυσι τον
χειμώνα, ας πούμε, είχε πετάξει την τηλεόραση στον δρό-
μο. Πέντε λεπτά αργότερα πέταξε έξω και τον άντρα της,
1,2,3 5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,...23