18
«Ήταν πεσμένο κατάχαμα;» με ρωτάει δύσπιστα. «Έτσι
σκέτο;»
«Ποιο πράγμα;»
«Άντε ν’ αγοράσεις πέντε δράμια μυαλό, βλάκα! Για το
μακαρόνι ρωτάω!»
«Τι ρωτήσατε;»
Ο Φίτσκε παίρνει βαθιά ανάσα. Για να μη σκάσει. «Ρώ-
τησα αν το βρήκες έτσι πεσμένο στο πεζοδρόμιο, το πα-
λιομακάρονο! Σκέτο και μόνο του. Ή ανακατεμένο με τί-
ποτ’ άλλο. Με ακαθαρσίες σκύλου, ας πούμε».
«Σκέτο και μόνο του» απάντησα.
«Τότε για φέρε να δω».
Μου πήρε το μακαρόνι από το χέρι και το στριφογύρι-
σε στα δάχτυλά του. Μετά το έβαλε στο στόμα του –το
μακαρόνι που είχα βρει εγώ!– και το κατάπιε. Χωρίς να το
μασήσει.
ΜΠΑΜ! Μου ’κλεισε και την πόρτα στα μούτρα.
Δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος! Το επόμενο μακα-
ρόνι που θα βρω, το πήρα απόφαση, θα το πασαλείψω
πρώτα με ακαθαρσίες σκύλου και ύστερα θα το πάω στον
Φίτσκε κι όταν με ρωτήσει αν το βρήκα σκέτο και μόνο
του, θα του πω ότι έτσι το βρήκα κι αυτά που έχει πάνω
είναι σάλτσα μπολονέζ, με κιμά.
Α, πα, πα, πα!