14
αυτόν όμως από την πόρτα, όχι από το παράθυρο. Ύστερα
ήρθε και μας χτύπησε, και η μαμά μου της έβαλε μια γου-
λιά τονωτικό, να συνέλθει.
«Έχει αγαπητικιά!» είχε εξηγήσει απελπισμένη η κυρία
Ντάλινγκ στη μαμά μου. «Και να ’τανε τουλάχιστον η βρο-
μιάρα νεότερη από μένα! Βάλε μου μια γουλίτσα ακόμα,
κορίτσι μου!»
Την άλλη μέρα, με το χαζοκούτι στα σκουπίδια και τον
άντρα της φευγάτο, η κυρία Ντάλινγκ αγόρασε μια σούπερ
μοντέρνα τηλεόραση με επίπεδη οθόνη και DVD. Από τό-
τε πηγαίνουμε συχνά και βλέπουμε μαζί της ταινίες, αισθη-
ματικές ή αστυνομικές – αλλά μόνο τα Σαββατοκύριακα,
όταν δε δουλεύει και μπορεί να κοιμηθεί λίγο παραπάνω.
Τις καθημερινές η κυρία Ντάλινγκ εργάζεται στο σουπερ-
μάρκετ της Χέρμανπλατς, στον πάγκο με τα κρεατικά. Τα
χέρια της είναι πάντα κατακόκκινα, γιατί πίσω από τον
πάγκο της κάνει φοβερό κρύο.
Όταν βλέπουμε τηλεόραση, τρώμε σαντουιτσάκια με
ζαμπόν, με αυγό ή με σολομό καπνιστό. Αν το έργο είναι
αισθηματικό, η κυρία Ντάλινγκ κάνει μούσκεμα τουλάχι-
στον δέκα χαρτομάντιλα· μα στο τέλος θυμώνει, ακούς
εκεί, ο άντρας και η γυναίκα έγιναν ζευγάρι, αλλά τώρα θ’
αρχίσουν τα βάσανα, κι ας μην το δείχνει
αυτό
η ταινία,
ποτέ
δεν το δείχνουν αυτό οι ταινίες, είναι ψεύτρες με πε-
ρικεφαλαία – θέλεις άλλο ένα σαντουιτσάκι, Ρίκο;
«Είμαστε εντάξει για σήμερα το βράδυ;» φώναξε πίσω
μου η κυρία Ντάλινγκ, καθώς συνέχιζα τρεχάτος προς τον
τέταρτο, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά.