19
Είχα σκοπό να ρωτήσω πόρτα πόρτα όλη την πολυκα-
τοικία για το μακαρόνι, αλλά τώρα το μακαρόνι μου
είχε εξαφανιστεί, μέσα στο βρομερό στόμα του Φίτσκε.
Στενοχωρήθηκα. Έτσι στενοχωριόμαστε όλοι όταν χά-
νουμε κάτι: στην αρχή δε μας φαίνεται και τόσο σπου-
δαίο, μετά όμως καταλαβαίνουμε ότι ήταν το καλύτερο
μακαρόνι του κόσμου. Το ίδιο έπαθε και η κυρία Ντά-
λινγκ. Πέρυσι όλο τον χειμώνα έβριζε τον άντρα της,
επειδή είχε πιάσει αγαπητικιά ο καταραμένος, αλλά
τώρα βλέπει τη μια αισθηματική ταινία μετά την άλλη
και αν ο καταραμένος γύριζε πίσω, θα τον καλωσόριζε
με ανοιχτές αγκάλες.
Ετοιμάστηκα να κατέβω από του Φίτσκε στον δεύτε-
ρο, αλλά μετάνιωσα και τελικά χτύπησα το κουδούνι στο
απέναντι διαμέρισμα. Εκεί μένει ο καινούριος, που με-
τακόμισε πριν από δυο μέρες. Δεν τον έχω δει ακόμη.
Το μακαρόνι βέβαια δεν το είχα πια – αλλά ήταν ευκαι-
ρία να πω ένα γεια. Μπορεί και να με καλέσει να μπω
μέσα. Μ’ αρέσει πολύ να μπαίνω στα διαμερίσματα των
άλλων.
Αυτό εδώ το διαμέρισμα ήταν άδειο καιρό, επειδή ήταν
ακριβό. Η μαμά σκέφτηκε να το νοικιάσει για μας, επειδή
στον τέταρτο έχει πιο πολύ φως απ’ ό,τι στον δεύτερο – και
πιο πολλή θέα: βλέπει κανείς πάνω από τα δέντρα και πά-
νω από το παλιό νοσοκομείο, που είναι στην απέναντι με-
ριά του δρόμου. Αλλά όταν άκουσε πόσο ήταν το νοίκι,
σταμάτησε να το σκέφτεται. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί, αν
μετακομίζαμε στον τέταρτο, θα είχαμε δίπλα μας τον Φί-