29
Στο μεταξύ έστρωσε και το τραπέζι. Ο ήλιος έμπαινε από
το παράθυρο και ο αέρας μύριζε νόστιμα: μύριζε καλοκαί-
ρι και ψάρι. Ένιωθα πολύ καλά. Μ’ αρέσει όταν η μαμά
ετοιμάζει κάτι να φάμε. Ή όταν κάνει κάτι άλλο απ’ αυτά
τα φροντιστικά που κάνουν οι μαμάδες.
«Πουρέ από αίμα θέλεις;» με ρώτησε όταν τελείωσε.
«Ναι-ναι-ναι».
Ακούμπησε το μπουκάλι με την κέτσαπ στο τραπέζι κι
έσπρωξε το πιάτο μου προς το μέρος μου. «Να μη σε πη-
γαινοφέρνω λοιπόν στο σχολείο;»
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Έτσι κι αλλιώς τώ-
ρα μόλις άρχισαν οι διακοπές. Ώσπου να ξαναρχίσουν τα
σχολεία, μπορεί να τον πιάσουν».
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι-ναι-ναι».
«Εντάξει».
Καταβρόχθισε τις ψαροκροκέτες της βιαστικά. «Πρέπει
να φεύγω» μου εξήγησε όταν την κοίταξα απορημένος.
«Θα πάω με την Ιρίνα στο κομμωτήριο». Η Ιρίνα είναι η
καλύτερή της φίλη. Δουλεύει κι αυτή στο κλαμπ. «Ξανθό
της φράουλας. Τι λες;»
«Κόκκινο, δηλαδή;»
«Όχι. Ξανθό, με μια υποψία προς το κοκκινωπό».
«Και τι σχέση έχει με τις φράουλες;»
Και τι θα πει υποψία;
«Έχουν κι αυτές μια μικρή υποψία κόκκινο».
«Οι φράουλες είναι εντελώς κόκκινες».
«Όταν είναι ώριμες».
1...,10,11,12,13,14,15,16,17,18,19 21,22,23