28
Η μαμά δεν τον αντέχει τον Φίτσκε. Πριν από μερικά
χρόνια, όταν μετακομίσαμε στην οδό Ντίφε, με πήρε και
πήγαμε σ’ όλα τα διαμερίσματα να γνωρίσουμε τους και-
νούριους μας γείτονες. Το χέρι της, που έσφιγγε το δικό
μου, ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η μαμά είναι θαρ-
ραλέα, αλλά όχι ψύχραιμη. Φοβόταν πως οι άνθρωποι δε
θα μας συμπαθούσαν όταν θα μάθαιναν ότι εκείνη δού-
λευε σε νυχτερινό κέντρο κι ότι εγώ ήμουν λιγάκι αργό-
στροφος. Ο Φίτσκε μάς άνοιξε και στάθηκε μπροστά μας
με την πιτζάμα του. Σε αντίθεση με τη μαμά, που δεν
αντέδρασε, εγώ χαμογέλασα. Αυτό ήταν το λάθος. Η μα-
μά είπε τότε (στο περίπου), Καλημέρα, είμαι η καινούρια
ενοικιάστρια κι αυτός είναι ο γιος μου ο Ρίκο, είναι λιγά-
κι αργόστροφος, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυ-
τό. Αν τύχει να κάνει καμιά κουταμάρα, λοιπόν…
Ο Φίτσκε μισόκλεισε τα μάτια και στράβωσε τα χείλια
του, σαν να ’χε δαγκώσει κάτι πικρό και απαίσιο στη γεύ-
ση. Ύστερα μας έκλεισε την πόρτα στα μούτρα, χωρίς να
πει λέξη. Από τότε με φωνάζει χαζό.
«Σε είπε χαζό;» ρώτησε η μαμά.
«Όχι». Δεν ωφελεί να συγχύζεται.
«Ο γερο-ξεκούτης» ξανάπε.
Δε με ρώτησε γιατί ήθελα πάση θυσία να μάθω τίνος
ήταν το μακαρόνι. Για κείνη ήταν
μια από τις ιδέες του Ρίκο
.
Και πράγματι έτσι ήταν. Ρωτώντας δε θα έβγαζε τίποτα.
Την παρακολουθούσα καθώς γύριζε τις ψαροκροκέτες
στο τηγάνι. Σιγομουρμούριζε ένα τραγουδάκι, άλλαζε το
βάρος της από το αριστερό πόδι στο δεξί και ξανά πίσω.