30
«Πριν ωριμάσουν είναι πράσινες. Τι θα πει υποψία;»
«Έτσι το λένε».
Της μαμάς δεν της αρέσει όταν τη ζαλίζω με τέτοιες
ερωτήσεις. Κι εμένα δε μ’ αρέσει όταν μιλάει με λέξεις που
δεν τις καταλαβαίνω. Μερικά πράγματα έχουν πολύ χαζά
ονόματα. Πώς να μη ρωτάω λοιπόν γιατί τα λένε έτσι όπως
τα λένε; Δεν μπορώ να καταλάβω, ας πούμε, πώς είναι δυ-
νατόν οι φράουλες να έχουν υποψίες. Αφού είναι φρούτα.
Η μαμά έσπρωξε από μπροστά της το άδειο πιάτο.
«Πρέπει να πάρουμε δυο τρία πραγματάκια για το Σαβ-
βατοκύριακο. Θα μπορούσα να πεταχτώ εγώ να ψωνίσω,
αλλά…»
«Θα πάω εγώ».
«Είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου». Χαμογέλασε
με ανακούφιση, σηκώθηκε και ψαχούλεψε βιαστικά τις
τσέπες της. «Κάπου έβαλα τη λίστα, περίμενε…»
Τα παντελόνια της μαμάς είναι τόσο στενά, που καμιά
φορά σκέφτομαι ότι θα πρέπει να ψαλιδίσω το ύφασμα
για να τη βοηθήσω να γδυθεί. Παρ’ όλα αυτά χώνει τα
πάντα στις τσέπες της – κι αναρωτιέμαι γιατί. Έχει κερ-
δίσει τουλάχιστον δέκα πλαστικές τσάντες στο μπίνγκο,
αλλά δεν τις χρησιμοποιεί ποτέ. Δεν τις κρατάει καν. Τις
πουλάει στο eBay.
«Δεν είναι πολλά». Επιτέλους καταφέρνει να ψαρέψει
από την τσέπη της το τσαλακωμένο χαρτάκι. «Λεφτά έχει
στο συρτάρι. Το κυριότερο είναι η οδοντόπαστα. Βούτυ-
ρο δεν έχω γράψει, αλλά να πάρεις, γιατί τελείωσε. Θα
το θυμηθείς ή να το…»